United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μάρω κλαίουσα έδεσε διά της ερυθράς μεταξίνης ζώνης της τον λαιμόν του και ο Γιάννος την ακολούθει ήδη πιστώς κ' ευπειθώς εν τη αδιεξόδω και ατελευτήτω εκείνη πορεία. Μετά μικρόν η Μάρω ήρχισε ν' ανησυχή. Η ημέρα σιγά σιγά ολιγόστευε και μετ' ολίγον η νυξ θα κατέβαινε, μαύρη και απειλητική.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Ο Χάρος που την ήρπασε να την μοιρολογήσω, μου έδεσε την γλώσσαν μου και φράζει την φωνήν μου. ΠΑΡΗΣ Είναι η νύμφη έτοιμη διά την εκκλησίαν; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να 'πάγη έτοιμη, αλλά... διά να μη γυρίση! Ω υιέ μου, την παραμονήν του γάμου σου, την νύκτα, ο Χάρος με την νύμφην σου επλάγιασε.

Επιτέλους ο δασοφύλακας λέει σιγά- σιγά. — Μεγαλειότατε, κοντεύουμε. Του κράτηοε τον αναβατήρα κ' έδεσε τα χαλινάρια τ' αλόγου στα κλαδιά μιας καταπράσινης μηλιάς. Πλησίασαν ακόμη, και ξαφνικά, σ' ένα ηλιοφωτισμένο πλάτωμα του δάσους είδαν την ανθοφορτωμένη καλύβα. Ο Βασιλιάς ξεκουμπώνει τον περίχρυσο μαντύα, τον ρίχνει κάτω, κι' εμφανίζεται το ωραίο του σώμα.

Η Μαλάμω επλησίασε και αφήρεσεν από της κεφαλής του Ζάχου το πόσι του, δεμένον ατάκτως άνω του φεσίου, εδίπλωσεν αυτό επιμελώς επί του γόνατος και το έδεσε πάλιν δις και τρις γύρω, προσέχουσα να μη προβάλη καμμία πτυχή κ' έρριψεν οπίσω επί των ωμοπλατών τας δύο χρυσοκεντήτους και θυσανοφόρους άκρας του.

Έλυσε την θηλειάν από τας μασχάλας του, έδεσε καλά την Ψαρήν περί το στέρνον, και υπό τους προσθίους πόδας. Έκαμε σημείον, και οι τρεις άνδρες άνωθεν του βράχου ήρχισαν ν' ανασύρωσι σιγά-σιγά την Ψαρήν. Μετά δέκα λεπτά της ώρας κατήλθε πάλιν κενόν το σχοινίον. Ο Στάθης έδεσε την Στέρφαν, και οι τρεις άνδρες ανέσυραν την Στέρφαν.

Κανείς δε συλλογίστηκε τη σκηνή αυτή και πως μπορούσε να του κάμη τόση εντύπωση. Ό,τι όμως έγινε κατόπι δεν το πρόσεξε ο Σβεν. Κι όταν έπειτα τον ρωτούσε κανείς τι είδε στο θέατρο, απαντούσε μόνο: — Είδα το θάνατο. Είταν ένας μεγάλος, ψηλός σκελετός και μπορούσε και μιλούσε. Και κρατούσε ένα δρεπάνι στο χέρι. Αυτήν την ανάμνηση ο Σβεν την έδεσε μαζί με την εικόνα της πομπής του θανάτου.

Τρομάρα σου! βρωμόσκυλο, κοπρόσκυλο, ψωριασμένο. Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσεν, εχαιρέτησε τους βοσκούς, όσοι ανεψύχοντο εκεί με τα ποίμνιά των, έπιε δροσερόν νερόν, αφήκε βαθύν στεναγμόν και εστράφη προς μακρόν ανώγειον οικοδόμημα, προ της θύρας του οποίου είχε περάσει προ πέντε λεπτών. Ο αγωγιάτης του επήρε το ζώον και το έδεσε διά να βόσκη, χωρίς να το ελαφρώση από το φόρτωμα.

Ο Πολύζος εξεφόρτωσε τα υλικά από το ζώον, έδεσε το ζώον του, ανέβασε με πολύν κόπον πρώτον τον σάκκον της άμμου, είτα την κοπάναν με τον ασβέστην ανά την υψηλήν φοβεράν σκάλαν, η γυνή ανήλθε με το καλαθάκι της, όπου είχε λάδι, κηρία, ως και μικράν προμήθειαν τροφίμων.

Και τον μεν πρώτον αυτού ορισμόν, ότι ευσεβές πράγμα είναι αυτό, οπού έπραττεν εκείνος, καταγγείλας τον πατέρα του εις το δικαστήριον ως φονέα, καθώς έπραξε και ο άριστος και δικαιότατος από τους θεούς Ζευς, οπού έδεσε τον πατέρα του Κρόνον διότι έτρωγε τα παιδιά του, απορρίπτει ο Σωκράτης ως κοινόν όλως διόλου, διότι με έν μόνον παράδειγμα και με μίαν μόνην πράξιν δεν δύναται να ορισθή ο χαρακτήρ της ευσεβείας.

Η Αφέντρα, πεισθείσα να μείνη αυτή μετά των τέκνων της εις τον μύλον, ήναψε μικρόν φανάριον, και έβαλεν εις καλάθιον το ληκύθιον του ελαίου και τρία κηρία. Η θεια-Συνοδιά εφόρεσε την φοράν ταύτην την μαύρην φουστάναν της, έβαλε και τα τσόκαρα εις τους πόδας, και λαβούσα το καλάθιον και το φανάρι, ηκολούθησε τον Παγώναν, όστις επέζευσεν, έδεσε τον όνον του εις την ρίζαν δένδρου κ' εξεκίνησε πεζός.