United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο τσέλιγγας αναρωτάει αραδαριά καθέναν: — Πόσες απόψε γέννησαν; — Σαράντα, λάλα Γάκη. — Κ' είν' όλα, Λάμπη, ζωντανά; — Βγάλτε μονάχα πέντε. — Διπλάρια; — Δέκα. — Ισιάσαμαν. Τα ζωντανά βυζαίνουν; — Πίνουν σαν δυομηνίτικα. — Έχουν η μάνες γάλα; — Ως τα χορτάρια η πλιότερες τα σέρνουν τα μαστάρια. — Λιψές δεν είνε; — Κι' αν είνε, βυζαίνουντα τσαγγάδια. —Με τα τσαγγάδια σήμερα ποιος ήταν;

Η δική μας η γλώσσα σιγά σιγά πρέπει να γίνει και θα γίνει άξια για να εκφράσει ό,τι έχουμε στο νου μας. Μόνο με τη γλώσσα που αντιπροσωπεύει σωστότερα από κάθε άλλη τα νοήματά μας, μ' αυτήν και όχι με άλλη θα εκφράσουμε καλλίτερα εκείνο που θέλουμε. Μόνον αυτή είναι ολότελα ταιριασμένη με τη δική μας σκέψη, δηλαδή με τα τωρινά ζωντανά πράματα.

Και από την διατακτικήν το έν μέρος της διά τα άψυχα, το δε άλλο διά τα ζωντανά. Και βεβαίως με αυτόν τον τρόπον διχοτομούντες διαρκώς εφθάσαμεν έως εδώ, χωρίς να λησμονήσωμεν ότι πρόκειται περί επιστήμης. Ποία όμως είναι αυτή δεν ημπορέσαμεν ακόμη να το εξακριβώσωμεν. Νέος Σωκράτης. Πολύ ορθά ομιλείς. Ξένος.

Κι' η γη τη χλόη εντύνεται, Τα δάση της ισκιόνουν, Τα κρύα χιόνια λιόνουν, Ο ουρανός γελάει. Τα λουλουδάκια βάφουνται, Τα πλάγια χρωματίζουν, Κι' ηδονικαίς φωτίζουν Η δροσεραίς αυγαίς. Στο αγκαθερό τραντάφυλλο Γλυκολαλάει τ' Αηδώνι. Το ξένο Χελιδώνι Ταιριάζει τη φωλιά. Στους κάμπους πλούσια κι' άκοπα, Σε πράσινα λιβάδια, Τα ζωντανά κοπάδια Βελάζουν και πηδάν.

Όταν μας έβλεπεν έτσι συναγμένους τριγύρω του άρεσε να διηγήται παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι, της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά κατορθώματα της επαναστάσεως εδιάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα στην παιδιάτικη φαντασία μας με τα λόγια του. Μα εκείνη τη νύχτα δεν ηθέλησε να μιλήση ούτε για παραμύθια, ούτε για ταξείδια του.

ΗΡΑΚΛΗΣ Χαίρε και συ, ο άναξ των Θεσσαλών, ω Άδμητε. ΑΔΜΗΤΟΣ Το ήθελα να χαίρω. Ξέρω πως έρχεσαι εδώ σαν φίλος. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα μαλλιά σου κομμένα βλέπω, πένθιμο σημάδι. Τι συμβαίνει; ΑΔΜΗΤΟΣ Κάποιον νεκρόν θα θάψωμε σήμερα. ΗΡΑΚΛΗΣ Από τα παιδιά σου Μακρυά μια τέτοια συμφορά να δώση ο θεός. ΑΔΜΗΤΟΣ Εκείνα μέσα στο σπίτι ζωντανά είν' ευτυχή. ΗΡΑΚΛΗΣ Ο γέρος ο πατέρας σου μη μας αφήκε χρόνους;

Ήμουν νιός και γέρασα, θαλασσοπνίγηκα, τσακίστηκα, παντρεύτηκα και χήρεψα, παιδιά έκανα και παιδιά έθαψα, τρία καράβια πέρασαν από τα χέρια μου και πάνε κατά διαβόλου, σπίτια είχα και σπίτια ξέκανα, εληές είχα και ξεράθηκαν, ζωντανά και ψόφησαν, και ο Μοναχάκης Μοναχάκης και η «Αθηνά» «Αθηνά». Δόξα νάχη ο Θεός! Να ζήσουνε και να γεράσουνε!

Είδαν πως απότομα δεν μπορεί να γίνει η μεταμόρφωση, αφότου πέθανε μάλιστα κι ο Οβίδιος, και στοχάστηκαν να την καταφέρουν σιγά κι αγάλι αγάλι, με τέχνη και διπλωματία δασκαλοπαπαδίστικη. Ανάμεσα στη ζωντανή και στην πεθαμένη έβαλαν μιαν άλλη γλώσσα, ένα ανακάτωμα από ζωντανά και πεθαμένα κομματάκια.

Να ιδούμε πώς θα γυρίση πίσου! Διέκοψεν ο ποιμήν. — Ήτανε ανάγκη για τα δέντρα, να κινδυνέψη; εξηκολούθησεν απορών ο Κομποδήμος. Εμείς έχουμε ζωντανά και δεν κάνουμε έτσι. Ξέρεις τι χιόνι έπεσε; Πού μπορεις να ξεμυτίσης! Και λαβών το πτύον, εξεχιόνισε καλά την αυλήν.

Ποίον δε, είπεν ο Σωκράτης, γίνεται από το αποθαμμένον; Είναι αναπόφευκτον να ομολογήσω, είπεν ο Κέβης, ότι γίνεται το ζωντανόν. Τα ζωντανά λοιπόν και οι ζωντανοί, Κέβη, γίνονται από τα αποθαμμένα; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Είναι φανερόν, είπεν ο Κέβης. Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, αι ψυχαί μας υπάρχουσιν εις την χώραν του Άδου. Φαίνεται, είπεν ο Κέβης. Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.