United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί οι γονείς του δεν μπορούσανε να βλέπουν ένα τόσο άσχημο πλάσμα κοντά τους και να συλλογίζωνται πως αυτοί το πλάσανε. Ο Γιαννάκης όμως είχε άλλην ιδέα. Η ζωή του άρεσε, ήτανε ευχαριστημένος που ήλθε στον κόσμο και δεν είχε κανένα παράπονο με τους γονείς του.

Μα θα πη άραγες πως δεν την αγαπούσε ή πως δεν την αγάπησε ποτέ κανένας; Τι τάχα; Δε γύρεψε κανένας να την πάρη; Δεν της είπε κανένας τουλάχιστο δυο γλυκά λόγια; Δεν άρεσε κανενός; Πώς γίνεται; Αναθράφηκε σε μια τέτοια πόλη και δε βρέθηκε κανείς να της κάμη ένα κοπλιμέντο ή λίγο κόρτε, ή να την κοιτάξη καλά στα μάτια, ή να της δώση να καταλάβη τίποτις, ή να μην ξιππαστή από την ομορφιά της; Δε γίνεται.

Ευχαριστήθημεν αμοιβαίως από την συνομιλίαν μας, και όταν απεχωριζώμεθα, εζήτησα την άδειαν να την βλέπω εις την οικίαν της. Μου το επέτρεψε τόσον ελεύθερα ώστε μόλις ηδυνάμην να περιμένω την κατάλληλον στιγμήν για να πάω σ' αυτήν. Η φυσιογνωμία της γρηάς δεν μου άρεσε.

Τίποτε δεν είταν ωραιότερο από το να βλέπη κανείς πως ο μεγάλος αδερφός, που του άρεσε να κάνη τον άντρα και γι' αυτό δεν ήθελε να δείχνη τα αιστήματά του, έσερνε το μικρό αδερφάκι μέσα στο αμαξάκι, χαιρότανε με το γελαστό προσωπάκι και γύριζε πίσω αδιάκοπα για να δη μην έπεσε ο μικρός. Το μόνο, που μπορούσε να συγκριθή με την εικόνα αυτή, είταν όταν έβλεπε κανείς το Σβάντε να κάνη το ίδιο πράμα.

Αλλ' η μητέρα μου, αν και φαίνεται της άρεσε λίγο το πράμμα, επέμενε να με πάρη μαζή της. Φοβότανε μήπως μου συμβή τίποτε στην επιστροφή, γιατί θα περνούσαμε από τουρκοχώρια. Έπειτα είχα ρεμπελέψει· έπρεπε και να διαβάσω λίγο.

Του δε βασιλέως άρεσε πολλά η γνώμη της βάγιας· και αυτή δεν εστοχάσθη άλλο, παρά να εύρη τον τρόπον διά να βάλη εις έργον την επιχείρησίν της.

Και ούτω λέγοντας επρόσταξε τους ηγεμόνας της διά να πέσουν κατά γης, και να τον προσκυνήσουν με μεγάλον σέβας. Μετ' αυτήν την δεξίωσιν, η οποία δεν άρεσε καθόλου του γέροντος, η βασίλισσα έκαμε να τον φέρη ο πρώτος ευνούχος της εις τον ωραιότερον χοντζερέ του παλατιού της, ο οποίος ήτον στολισμένος με πολύτιμα πράγματα.

Τέλος πάντων, αποφάσισα. Εντάξει, δεν το αρνιέμαι: η Νοέμι είναι ωραία και μου αρέσει, πάντα μου άρεσε, για να σου πω την αλήθεια. Τι τα θέλεις όμως; Η ζωή περνάει κι εμείς την αφήνουμε να τρέχει σαν το νερό στο ποτάμι, και μόνο όταν την χάνουμε καταλαβαίνουμε ότι μας λείπει.

Φεύγετε; ακούστηκε αναγελάστρα η φωνή του Θεομίσητου. Ο αρχαιολόγος, βλέπω, σας διώρθωσε. Η κυρά Πανώρια γύρισε αλλού το κεφάλι της. Αηδίαζε και να τον βλέπη. Όχι τόσο για την αμάχη που είχε στη φαμελιά της όσο για την ταπεινή σειριά του τον συχαινότανε. Της άρεσε κ' εκείνης να μεγαλοπιάνεται. Να σκλαβωθή από έναν περήφανο πολεμιστή το είχε για παίνια της.

Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε, ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο εξωτικών, την οποίαν μου την εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή, και αν είναι με το θέλημά σου θέλω την διηγηθή.