United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα πουν όμως άλλοι πως, από κάμποσο καιρό και δώθε, γινήκαμε πιο λογικοί, γιατί θελήσαμε να ταιριάσουμε την πεθαμένη γλώσσα με τη ζωντανή. Το αποτέλεσμα του σοφού αυτού συμβιβασμού θα σας το περιγράψουμε σε λίγο. Μα δε νομίζετε, αγαπητοί μου Έλληνες, πως έφτασε πια η ώρα να γιατρευτούμε απ' όλα αυτά; Και η παθολογική κατάσταση και η τρέλλα έχουν τα όριά τους.

Ήρθε να με θυμιάση, που λες, ήταν ώμορφη! ώμορφη! άλλο πράμα, άσπρη-άσπρη σαν το χιόνι, και τα μαλλιά της ξέπλεκα τα είχε. Σαν διάκος. Και φορούσε άσπρο στιχάρι. Εγώ έτρεμα σαν φύλλο. Τάχασα. Τώρα θα με πιάση, είπα . . . Μώρριξε μια γλυκεία ματιά. Κι' εγώ ξέχασα πως ήτανε πεθαμένη. Και της λέω: Με τον παπά σου ήρθες Κουκκίτσα; Τότες έγεινε άφαντη. Σαν αέρας. Φου μια, και χάθηκε.

Και στους διαβάτες που περγελούν τον Άγιο Σεβαστιανό της νειότης μου χτυπημένον απ' τα βέλη της αρετής να μπορώ ν' απαντήσω: «Γιατί δεν κυττάτε την καρδιά σας και το αίμα της σταλάζει στη λάσπη του δρόμου γι' αυτές ;». Κι' από μαύρο σεμινάριο σε τρίσβαθη εκκλησία κι' από εκκλησία σε πεθαμένη βιβλιοθήκη να πηγαίνωγοργό, σκυφτό και σεμνό. Ave Maria! Παρίσι, 1909

Βελονιές μυριάδες, μικρές βελονιές, σχημάτιζαν απάνω της το περίπλοκο κέντημα των πόνωνπου δεν το ζωγράφισαν ποτέ χέρια φτωχής κόρης σε δαντέλλα μηδέ τ' άστρα στον ουρανό. Κάτου απ' το πεύκο η πεθαμένη καρδιά εστέναζε κι' έλεγε. — Δε στενάζω που η πληγές μου ήταν μυριάδεςμόνο στενάζω που ήταν τόσο μικρές, που ήταν βελονιές.

Πρέπει πάντα να θυμάσαι τη μητέρα σου και να λατρεύης τη μνήμη της. ΑΝΝΟΥΛΑ Εγώ καλά καλά δεν την είχα γνωρίσει; τι φταίω εγώ που δεν την είχα γνωρίσει; Μονάχα, θυμάμαι κείνο το βράδι, που στείλατε και με πήρατε ξαφνικά από το σχολειό και μου αναγγείλατε πως η μητέρα μου είτανε άρρωστη βαρειά. Με φέρατε δω και τη βρήκα πεθαμένη.

ΙΩΝ Αγαπητή μητέρα μου! πότε θα ιδώ κ' εσένα; τώρα ποθώ για να σε ιδώ περσότερο από πρώτα. μα τι να κάνω τώρα πεια, αν ήσαι πεθαμένη! ΧΟΡΟΣ Η χαρά του σπιτιού, που δουλεύουμε και για μας είνε τώρα χαρά. Μα πως ήθελα μέσ' στου Ερεχθέως τα παλάτια να ζη ευτυχισμένη με δικά της παιδιά κ' η κυρά.

Πολλοί τώρα θα πουν πως σύγκριση του Ελληνικού με τάλλα έθνη σε τούτο το ζήτημα δε χωρεί, γιατί για κείνα η λατινική ή η ελληνική γλώσσα ήταν ξένες, ενώ για μας είναι προγονική. Έχουν όμως άδικο όσοι το λεν και το ξαναλέν αυτό. Πρώτα πρώτα οι Ιταλοί είχαν προμάμμη τους τη λατινική και την άφησαν. Έπειτα κάθε γλώσσα που πέθανε, είτε ξένη είναι είτε προγονική, είναι... πεθαμένη.

Μου φάνηκε, πως άνοιξαν τα ουράνια, θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση, ότι ζη η μαννούλα μ'. — «Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρ'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάννα μ' είναι πεθαμένη.... θάχης κανένα λάθος.... » «Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάννα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε ζη και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα Ξένα και.... »

Ήταν ξυπόλυτη και οι τορνευτές της γάμπες έλαμπαν σαν να ήταν από μπρούντζο. Βλέποντας τον άντρα άφησε να πέσουν τα εσώρουχά της και γέλασε, ξεφωνίζοντας από χαρά μόλις τον γνώρισε. «Μπα, Γκριζέντα! Πας ακόμη στο ποτάμι; Ο άντρας σου το επιτρέπει;» «Γιατί, εκείνος δεν δουλεύει; Μήπως είναι άρχοντας; Εάν ήταν άρχοντας, εγώ θα ήμουν πεθαμένη τώρα. Λοιπόν, δεν θα μπείτε; Καθίστε.

Αχ! κορούλα μου, Λουιζίτσα μου! ΛΟΥΙΖΑ Μην κλαις τόσο πολύ, μπαμπά μου. Δεν είμαι εντελώς πεθαμένη. ΑΡΓΓΑΝ Μπα την παμπόνηρη! Ας είνε, σε συγχωρώ για πρώτη φορά. Να μου τα πης όλα όμως. ΛΟΥΙΖΑ Ω, ναι, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Πρόσεχε καλά, γιατί το πουλάκι που όλα τα ξαίρει, θα μου το πη αν πης ψέματα. ΛΟΥΙΖΑ Μα να μην το πης, μπαμπά μου, της αδελφής μου, πως σου το είπα. ΑΡΓΓΑΝ Όχι, όχι.