United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ο Σβάντε χαιρότανε περσότερο να κάνη τον προστάτη, γιατί στα παιγνίδια του με το μεγάλο αδερφό είταν πάντα αυτός ο μικρότερος, που έπρεπε να υπακούη. Ο Σβεν είτανε τόσο μικρός μπροστά στα μεγαλήτερα αδέρφια, που τα θαύμαζε και τακολουθούσε, ώστε έμεινε πάντα ο μικρουλάκης αδερφός.

Κι ακολουθώντας τη σειρά των στοχασμών της πρόστεσε: — Αυτό θα είναι ίσως γιατί τον αγαπώ περσότερο από άλλο καθετί στον κόσμο. Περσότερο από τάλλα δυο παιδιά, περσότερο από σένα. Το σκέφτηκα συχνά και γνωρίζω πως αν πέθαινε ένα από τα μεγάλα παιδιά, δε θα έπαυα ποτέ να λυπούμαι. Μου φαίνεται όμως πως θα μπορούσα να υποφέρω τη λύπη για χάρη σας των άλλων, που θα ζούσατε.

Ξέρεις πως το Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά. — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή.

Μα γιατί να σου το έλεγα, πριν έρθη η ανάγκη να σου το πω; Ήθελα να ζήσω μαζί σου, Γιώργο, γιατί σ' αγαπούσα περσότερο από καθετίς άλλο σ' όλη τη ζωή. Τώρα δεν είμαι νέα. Γέρασα τόσο, όσο δε θα γεράσης εσύ ποτέ. Μόνο πως εσύ δεν το ήξερες, πως δε θέλησες να το δης ποτέ κι αφού σ' έβλεπα τόσο ευτυχισμένον, δεν ήθελα να σε ταράξω.

Ο Σβεν ξανακρέμασε την εικόνα στη θέση της. Το άλλο πρωί όμως την πήρε πάλι κι αφού την κοίταξε μια στιγμή, ζήτησε της μαμάς να του ξαναπή την ιστορία. Πάλι κάθησε ο Σβεν κι άκουγε και πάλι τέντωσε ξαφνισμένος τα μεγάλα μάτια του. — Πιστεύεις, μαμά, πως ο νέος είναι λυπημένος που θα πεθάνη; είπε. — Ναι, μα η αρρεβωνιαστικιά του είναι περσότερο λυπημένη, απάντησε η μαμά.

Κ' η μαμά του έλεγε πως δεν έπρεπε να τον μέλη τι λέγανε τα μεγάλα αδέρφια και πως δεν είναι καθόλου κωμικό ναγαπά τη Μάρθα, αδιάφορα αν είναι μικρός ή μεγάλος. Έτσι ησύχαζε ο Σβεν και δεν άφινε να θολώνεται περσότερο η ευτυχία του. Είτανε τόσο σοβαρός μέσα στη χαρά του, ώστε δεν εννοούσε πώς είτανε δυνατό ναστειεύεται κανείς για ένα τέτοιο πράμα και γι' αυτό δεν το κρατούσε μυστικό.

Έπειτα παίρνει το πρόσωπό της μιαν απελπισμένη έκφραση, σα να ήξερε καλά πως αυτός ο πόθος είναι κατιτί περσότερο παρότι μπορεί να ελπίζη ή να ποθή και το μέτωπό της κάνει μια βαθειά δίπλα ανάμεσα στα μάτια, σα να της προξενούσαν πόνο οι στοχασμοί της. Αιστάνεται πως πρέπει να διαλέξη ανάμεσα θανάτου και ζωής, τουλάχιστο στους πόθους της και δεν το μπορεί.

Ή πως έπεσε στο νερό και θα τονέ βγάζανε πνιγμένον και τότε ούτε η μαμά, ούτε ο μπαμπάς, ούτε ταδέρφια θα μπορούσανε να ξαναχαρούν. Ο Σβεν τάκουγε όλα αυτά κ' εννοούσε μόνο πως η μαμά τον αγαπούσε περσότερο από όλους τους άλλους. Έπειτα έβαλε η μαμά το Σβεν και της διηγήθηκε τι είδε και τι έκαμε, πώς διασκέδασε και πόσο μακριά πήγε.

Αυτό άρεσε του Σβεν περσότερο από όλα κι αυτά πήρε η μαμά από την εταζέρα απάνω στη χαρά της καρδιάς της και το έδωσε του Σβεν, αντί να του δώση το ξύλο που του έταξε. Μα ο Σβεν δεν άπλωνε τα χέρι να τα πάρη. — Μπορεί να το σπάσω, είπε. Και θα θυμώση ο μπαμπάς. Όμως δεν ξεχνούσε ποτέ πως το σκυλάκι είτανε δικό του. Και κάποτε, όταν είταν κανείς ξένος στο σπίτι, μιλούσε γι' αυτό.

Μα δεν το μπόρεσε και με μιαν έκφραση μεγάλου πόνου έπεσε πάλι στην αναισθησία, που είναι προμήνυμα του θανάτου. Πολλές φορές ξαναδοκίμασε να μιλήση και κάθε φορά φαινότανε στο πρόσωπό της αυτή η έκφραση της απελπισμένης αδυναμίας και κάθε φορά μας ξέσκιζε την καρδιά περσότερο.