United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθαν μάλιστα στιγμές που φάνηκε πρόθυμος να πιάση το κόνισμα, να κοπιάση κι αυτός για τη Χάρη του. — Τρομώ και λέω το διάολο έχουμε μαζί μας!.. είπε δυνατά ο Αρλετής, φουρκισμένος για τα γέλοια του Τσαϊπά. Εκείνος δεν ταράχτηκε καθόλου· ο θυμός του σήκωσε κάθε άλλο αίστημα. Τι διάβολο! σάπισε λοιπόν αυτός ο τόπος! Αν τόπαιρναν τουλάχιστον όλοι για κόνισμα, δε θα είχε κανείς αντιλογία.

Και θα χαλάσω τα χωριά, θα γίνω κλέφτης μάνα, Κι' ας φάη λύκος τα πρόβατα και αυτά τα έρμα γίδια. — Ό,τι κι' αν λέω μάνα μου, εγώ θα να το κάμω. — Μη σώκλεψαν τα πρόβατα, μη σ' άρπαξαν τα γίδια; Μην Αρβανίταις πέρασαν και σ' έβρισαν, παιδί μου; — Δεν κλέβουν πρόβατα από εμέ, ουδέ μ' αρπάζουν γίδια Κι' ουδ' Αρβανίταις μάνα μου, κοτάν' για να με βρίσουν...

Όμως τάγραψαν οι πάπποι μας. — Και νομίζεις εσύ πως για τις μωρίες που γράφει σήμερα ο δείνας και ο τάδες θα είνε υπεύθυνα μεθαύριο τ' αγγόνια τους ... Μην τα καταριέσαι για το θεό. — Αστειεύεσαι; τον ρώτησε ο Περαχώρας. — Δεν αστειεύομαι καθόλου· λέω τα πράματα όπως είνε.

Πρέπει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κ' έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο καλύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανένα γίδι. Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθήτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί.

Ας πα να σκυλιάσουν όλοι, έγρυξεν ο μπάρμπα-Στεφανής.. — Εγώ λέω θα τους ρίξουμε κάτω, επανέλαβε, κατά βήμα παρακολουθών αυτόν βαδίζοντα ο Μανώλης. Αίφνης στραφείς προς αυτόν ο μπαρμπα-Στεφανής·

Τη μάγεψες, Λαλεμήτρο, τη γουστερίτσα, τούλεγαν τα κορίτσια της γειτονιάς. Θέλεις να σου κάνουμε τις προξενειές; Και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. — Ε! τι να κάνωμε, κορίτσια; έλεγε ο Λαλεμήτρος. Της λέω καμμιά ιστορία να κάνη χάζι. Σκαλίζω και το περιβολάκι, ποτίζω και τα δενδράκια.

Θάρθω κ' εγώ μαζί σας όπου πάτε! είπα εγώ χτυπώντας το κοφτερό του χεριού επάνω στην παλάμη μου. — Σύρε να φέρης το παιδί, μου λέει ο άνδρας μου. — Πάμε μαζί, του λέω. Ο Λευθέρης άρχισε να ξύνεται. Ο αμαξάς χωρίς να του προτείνη κανείς τίποτε, άρχισε να φέρνη δυσκολίες. — Συφωνήσαμε για τρεις νοματαίους και το μωρό τέσσεροι και μου δώσατε, τι μου δώσατε; τον άκουσα να λέη στον ανδράδελφό μου.

Νομίζατε πως λέω λόγια του αέρα, πως το κάνω επειδή βαριόμουνα τη δουλειά. Μα το κακό για σας, δεν είναι αυτό, κ. Φιντή, το μεγάλο το κακό είναι πως οι εργάτες ξέρανε την κατάσταση των καζανιών, και όλοι τώρα έχουνε να κάμουν εναντίο σας.

Γιατί τα γράφει τόσο έμμορφα. Και τι γερά θεμέλια, αγαπητή μου. Ενόσω ζούσαμεν εκεί κάτω, άγνωστοι μέσα εις αγνώστους. Αλλά τώρα. Τι κόλασις! Να πρέπη να λέω ψέματα και εκεί και εδώ. Να έχω τη μητέρα τρεις ημέρες άρρωστη, γιατί έμαθε τον γάμο μου. Και εδώ να λέω ότι η μητέρα είναι ενθουσιασμένη. Η ελευθερία και η αγάπη! Ολα αυτά λόγια.

Γιατί κτυπούν έτσι τα δόντια σου; Προχώρησε να φύγουμε. Έλα κοντά μου. — Έρχομαι. Τα πόδια μου είναι μολύβι. Προχωρήσαμε μες στο σκοτάδι. — Σφίξε μου το χέρι. Έλα κοντά μου. Κρατούσαμε σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, τα νύχια μου είχαν μπη βαθιά στα κρέατα του κ' ένοιωθα τα νύχια του να σχίζουν τη σάρκα μου. Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. — Σφίξε μου το χέρι, σου λέω. Τρέμω...