United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ονειρεύτηκε όμως τη Νοέμι που τον κοίταζε με κακία και του έλεγε ψιθυριστά, μέσα από τα δόντια: «Τον βλέπεις; Τον βλέπεις τι άνθρωπος είναιΞύπνησε με ένα βάρος στην καρδιά. Αν και ήταν ακόμη νύχτα σηκώθηκε, αλλά ο Τζατσίντο είχε κιόλας φύγει.

Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού.

Πώς λέοντας φριχτός γοργής λαφίνας ζαρκαδούλια πάει στη μονιά τους κι' έφκολα με τα σκληρά του δόντια τ' αρπάει και πνίγει σβύνοντας την απαλή καρδιά τους, 115 τι κι' αν η μάννα τους κοντά τα βλέπει, να βοηθήσει δεν κατορθώνει, τι κι' αφτή τήνε θερίζει ο τρόμος, μόνε δρωμένη βιαστικιά, περνώντας δάσα λόγγους, φέβγει όπου φύγει, απ' το σκληρό θεριό κυνηγημένη· έτσι κι' αφτούς απ' το χαμό να σώσουν δε μπορούσαν 120 οι Τρώες, μον τσακίσανε όλοι κι' αφτοί στον κάμπο.

Τον φτει· και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα να του ντροπιάζη το πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλαίβει με τα χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο σώμα του αισθάνεται να φυτρώνουν τόσα μέσα αμύνης απροσμάχητα, που απορεί πώς δεν τα ήξευρε από πριν. Πιστεύει πως είνε ο Εκατόγχειρας.

Ο άρρωστος άπλωσε άξαφνα τα χέρια του με δύναμι σαν ν' αντρειεύτηκε, άρπαξε τον Βαγγέλη απ' τον ώμο, τινάχτηκε απάνω κι' ακούμπησε πάλι στα στήθια του φίλου του, τούγνεψε πως θέλει αέρα, άνοιξε το στόμα του ν' ανασσάνη βαθειά, μα ο αέρας τούλειπε, κι' ανεβοκατέβαζε τα σαγόνια του με λαχτάρα. Η Ασημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο.

Πηγάδι στόμα, μαλλιά χυτά . . . γεμίζεις στρώμα μόνο μ' αυτά. Μούρη αγρία και ζαρωμένη, χλωμή και κρύα σαν πεθαμμένη Χρώμα κανένα δεν της ταιριάζει και ολοένα βαφή αλλάζει Δόντια φαφούτη, όλο σχισμάδες, ύφος τσιφούτη για μαστραπάδες.

ΧΟΡΟΣ Θα σκοτώσης για να γυρίσης, ειδεμή εκεί νεκρός θα μείνης. ΗΡΑΚΛΗΣ Δεν είναι η πρώτη μου φορά που αναλαμβάνω αγώνα. ΧΟΡΟΣ Και αν νικήσης, τάχα ποιά τα κέρδη σου θα είναι; ΗΡΑΚΛΗΣ Τα άλογα στον τύραννο της Τίρυνθος θα πάω. ΧΟΡΟΣ Δύσκολο εις το στόμα τους να βάλης χαλινάρι. ΗΡΑΚΛΗΣ Εκτός από το στόμα τους εάν φωτιές πετούνε. ΧΟΡΟΣ Τον άνθρωπο στα δόντια τους κομμάτια τόνε κάνουν.

ΚΡΗΣ. Ναι, ναι δεδίμ μου έρχεται· ούλα ναι με πονούνε. ακόμας και τα δόντιά μου, κ' αυτά δεδίμ κουνούνε.

Θα το εκυβέρνα δε ο Σκίνθαρος. Την επομένην το μεν κήτος είχεν ήδη τελείως αποθάνει• ημείς δε σύραντες το πλοίον το επεράσαμεν από τα διαστήματα των σιαγόνων• έπειτα το εδέσαμεν εις τα δόντια του κήτους και σιγά σιγά το κατεβάσαμεν εις την θάλασσαν.

Ύστερα είπε: — «Αν ήξερα, ότι ο Βασίλης μου θάρχονταν σε μια βδομάδα μέσα, θα βαστούσα στα δόντια μου την ψυχή ως που νάρθη, κι' ύστερα θα πέθαινα ευχαριστημένη.