United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του, 'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135 τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων, 'που με ποτήρια σπόνδιζαντον άγρυπνον Ερμεία, ότιεκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν. περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας, κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140 ως 'π' έφθασετους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην. αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης, κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.

Κι' οι σκλάβες ως να μάσουνε τις προεστές στη χώρα, αφτή στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, κι' εκεί είχε αφρόπλεχτα σκουτιά, των Σιδωνιτισσώνε δουλιά, π' ατός του τάφερε απ' τη Σιδώνα ο Πάρης 290 περνώντας τον πλατύ γιαλό, στο ίδιο το ταξίδι σαν έφερε και τη Λενιό την αρχοντοθρεμένη.

Η τροφή μου ήτο τα άγρια οπωρικά των δένδρων και τα χόρτα και περνώντας τοιαύτην ζωήν ένα ολόκληρον μήνα έξαφνα από ένα λόφον του δάσους διέκρινα ξέμακρα μίαν πολύ μεγάλην πόλιν εις μίαν πεδιάδα ευρύχωρον ποτισμένην από διάφορα ποτάμια και εβασίλευεν εκεί μία παντοτεινή άνοιξις.

Περνώντας λοιπόν όλα τα δάση, εφθάσαμεν τέλος πάντων εις το παραθαλάσιον, εις λιμένα, και εκείθεν εμβάντες εις πλοίον, εφθάσαμεν εις ένα νησί λεγόμενον Ραϊχά, του οποίου η καθέδρα είχε περίφημον εμπόριον εις διάφορα είδη πραγματειών.

Κι όσοι τους πάλε μήτε στο στρατό δεν μπήκανε μήτε στην Πρωτεύουσα δεν έμειναν, πήγαν άλλοι στη Θράκη, δηλαδή οι Βησιγότθοι, κι άλλοι στη Φρυγία, Οστρογότθοι αυτοί κατεβασμένοι στα 386, όσοι τους δηλαδή δε σφάχτηκαν ή δεν πεταχτήκανε στον Ποταμό περνώντας, επειδή πιάστηκαν τότες σ' αναπάντεχη παγίδα από τ' αυτοκρατορικά πλοία. Είπαμε παραπάνω πως τον προσκύνησαν οι Γότθοι τον Αυτοκράτορα.

Εκεί μπήκε σ' έναν αφεντικό με συμφωνία να δουλέψη εφτά χρόνια πιστά κι' ύστερα να πάρη εκατό φλωριά και να γυρίση στον τόπο του και στο σπίτι του. Έτσι έκανε και τη δεύτερη συμβουλή του πατρός του. Περνώντας τα εφτά χρόνια, παρουσιάστηκε στον αφεντικό του να πάρη τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του. Όποιο θέλεις από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά, θέλεις τη συμβουλή.

Πρώτος οχτρό ο Αντίλοχος χαλκόπλιστο σκοτώνει, το Χέπωλο, ένα απ' τα καλά των Τρώων παλικάρια· αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντερού του κράνους τη λάμα ομπρός, και τούμπηξε στο κούτελο του τ' όπλο, 460 κι' ως μέσα η μύτη χώθηκε το κόκκαλο περνώντας, και του σκοτείνιασε το φως· σαν πύργος τότες χάμου γκρεμίστη ο νιος μες στην καρδιά της λυσσασμένης μάχης.

Περνώντας υψηλά εις ένα βουνόν, είδαμεν κάτω εις τας πεδιάδας δράκοντα, μεγάλον έως σαράντα οργυιές, και επάλευε με ελέφαντα· ο όφις ήτον δικέφαλος, είχε δύο κέρατα, δύο πόδια, και δύο πτερά· ο Ελέφαντας υπερασπίζετο πάντοτε ισχυρά με την προβοσκίδα, ήγουν με την μύτην του και με τα δόντια του· αλλά μετά δύο ωρών μάχην ο Ελέφαντας εσκότωσε το ένα κεφάλι του δράκοντος, και με το άλλο κέρατον ο δράκων επλήγωσε τον Ελέφαντα υποκάτω εις την κοιλίαν, και πίπτοντας ο Ελέφας επλάκωσε και την άλλην κεφαλήν του δράκοντος, και το πλήθος του αίματος που έτρεχεν από την πληγήν του Ελέφαντος έπνιξε τον δράκοντα που ήτον υποκάτω.

Μα κι' ο Μενέλας έτρεμε το ίδιογιατί ο ύπνος 25 και τα δικά του βλέφαρα δεν τάγγιζεμην πάθουν οι Δαναοί, που χάρη του πολύ γιαλό περνώντας ήρθαν στην Τρία, πρόθυμοι το αίμα τους να χύσουν. Πρώτα στην πλάτη τη φαρδιά παρδαλακιό με βούλες ρήχνει, και στο κεφάλι του σηκώνει το χαλκένιο 30 γερό του κράνος και φοράει, και παίρνει το κοντάρι στη σταλωμένη χέρα του.

«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία, να 'λθηςτην Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας; χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια».