United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αν τ' Άργος, τον αφρό της γης, δούμε ξανά, να γίνεις γαμπρός του· την αγάπη του σαν τον Ορέστη θάχεις, τ' αγόρι που τ' αντρώνεται μες στ' αγαθά και χάδια. 285 Κι' έχει μες στ' ομορφόχτιστο παλάτι του τρεις κόρες, τη Λαοδίκη, Ιφιάνασσα, και τη Χρυσόθεμή του, κι' όπια τους θες, ανέδωρη στο γονικό σου πύργο την πας· μα αφτός και με προικιά πολλά θαν την προικίσει, τόσα που ως τώρα κόρης του κανείς δεν έδωκε άλλος. 290 Τι εφτά καλοκατοίκητες θα σου χαρίσει χώρες, τη χορταροστρωμένη Ιρή, την Καρδαμύλα, Ενόπη, την όμορφη Έπια, τη Φηρά, την Άνθια πούχει τόσες βαθιές βοσκές, την Πήδασο με τα πολλά τ' αμπέλια. όλες στη θάλασσα κοντά, στα σύνορα της Πύλος. 295 Πλούσιος τις κατοικάει λαός με πρόβατα και βόδια που σα θεό θα σε τιμούν με δώρα, και μπροστά σου θα τρέχουν τις πολύκερδες ναν τους δικάζεις δίκες.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290 »Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, ουδ' αν βαστούσε σιδηρήτα στήθη την καρδία. αλλάτην κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295

Είπε, και σιώντας τίναξε το χάλκινο κοντάρι και μες στη μέση αλάθεφτα του βρήκε την ασπίδα, 290 μα τ' όπλο πήδηξε μακριά. Τον πήρε τότε η λύπη που έτσι απ' τη χέρα του άδικα πετάχτη το γοργό όπλο.

Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια, κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα. άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, 275 και άλλουτον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα. απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. 280 και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα ταις λόγχαις πάλι ακόντισαντο πλήθος των μνηστήρων· ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε, κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη, τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιπποτο στήθος 285 ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη· «Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη να μην επαίρεσαιτο εξής, αλλά τους αθανάτους άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν. ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, 290 ότετο δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω».

Κι' άρχισε πρώτα ο Ποσειδός ναν του μιλάει και τούπε «Μη φέβγεις, του Πηλέα γιε, και μην παρατρομάζεις, τι τέτιοι εμείς θεοί ήρθαμε βοηθοί σου εδώ στον κάμπο με στέρξιμο του Δία, εγώ κι' η Αθηνά η Παλλάδα. 290 Έτσι δεν είναι η μοίρα σου ποτάμι να σε πνίξει, Μον τώρα θα λουφάξει αφτός, κι' εσύ θα σύρεις πίσω. Τώρα να πιά 'ναι η συβουλή που θα σου πούμε, κι' άκου.

Τήρα, απ' το χάρο γλύτωσε ο Έχτορας, και βγήκε ξανά στη μάχη φοβερός, που εμείς κρυφή μια ολπίδα τόχαμε πια πως τούφαγε την κεφαλή του ο Αίας. Μα κάπιος του ξανάδωκε θεός τη γιά του πάλι 290 και γλύτωσε ... τηράτε, αφτός π' αφάνισε πολλούς μας, όπως και τώρα λέω ξανά θα γίνει, τι δε στέκει με τόση αντριά έτσι ολόμπροστα δίχως του Δία γνώμη. Μα ελάτε κι' ότι εγώ σας πω, τώρα έτσι ας κάνουμ' όλοι.

Μον ίσα τ' άλογά σας απάνου τους, για ν' ακουστεί στον κόσμο τ' όνομά σας290 Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. Πώς αμολάει ο κυνηγός μες σε λαγγάδι σκύλους πίσω από ασερνικό καπρί ή σκιαχτερό λιοντάρι, έτσι έστελνε κι' ο Έχτορας τους αλογάδες Τρώες να κυνηγήσουν τους οχτρούς.

Μα πες τον Πάρη ο καστανός πώς έσφαξε Μενέλας, οι Τρώες πίσω τη Λενιό μ' όλο το βιος να δώσουν 285 πλερώνοντάς μας πρόστιμο καθώς τεριάζει κιόλας, που να σταθεί παράδειγμα και των στερνών ανθρώπων. Μα αν δε θελήσει ο Πρίαμος κι' οι γιοί του να πλερώσουν το πρόστιμο, σα σκοτωθεί ο Πάρης, τότε ακόμα εγώ και για την πλερωμή θα μείνω εδώ, και πάντα 290 θα πολεμάω ως που να βρω την άκρη του πολέμου

Αυτά 'π' ο Αντίνοος, και άρεσεόλους εκείνου ο λόγος• 290 κ' έστειλε κήρυκα ο καθείς τα δώρ' αυτού να φέρη. του Αντίνου πέπλον έφερε πανεύμορφον μεγάλον, και πλουμιστόν και δώδεκα χρυσαίς είχε περόναις, 'πουτα θηλύκια αγκυστρωτά εταίριαζαν ωραία. και του Ευρυμάχου τεχνικήν έφερεν αλυσίδα 295 χρυσή, πλεγμένη μ' ήλεκτρα, κ' είχε του ηλιού την λάμψι. και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο σκολαρίκια φέραν τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι. και απ' του Πεισάνδρου βασιληά Πολυκτορίδη εφέραν λαμπρήν κουλλούρα του λαιμού, στολίδι ζηλεμμένο. 300 όμοια καθείς των Αχαιών λαμπρόν έφερε δώρο.

Αν τόχει η μοίρα μου δεινά να με σπαράζουν πάντα. 290 Τον άντρα η μάννα μου η γλυκιά που μούδωκε κι' ο κύρης τον είδα απ' άσπλαχνο χαλκό σφαγμένο ομπρός στο κάστρο, και τρία αδέρφια μου που μια μας γέννησε μητέρα, κι' αφτοί οι καημένοι χάθηκαν, κι' οι τρεις την ίδια μέρα Όμως εσύ δε μ' άφινεςσα μούσφαξε τον άντρα 295 ο Αχιλέας κι' έκαψε το γονικό μας πύργονα κλαίω, μον πάντα μούταζες πως τέρι του κατόπι θα γίνω εγώ, και θα με πας στη Φτιά με τα καράβια να κάνεις τις χαρές μου εκεί.