United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμεινα εκεί περισσότερο από ένα μήνα, Έφις, καταλαβαίνεις: σαράντα μέρες. Με γιάτρεψαν, προσπάθησαν να με ξαναβάλουν στη δουλεία, αλλά ήταν δύσκολο επειδή όλοι ήξεραν πια την ιστορία μου. Έπειτα κι εγώ ήθελα να φύγω μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Το τι τράβηξα όλον εκείνο τον καιρό κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Σωστά είναι; ηρώτησεν η Αθιγγανίς, ρίψασα τους ψαρούς αυτής πλοκάμους επί των ωμοπλατών της. — Ναι! απεκρίθη η μήτηρ μου, σωστά σαράντα.

ΚΕΝΤ Δεν είμαι ούτε τόσον νέος, ώστε να ερωτεύωμαι κάθε γυναίκα, οπού μου τραγουδήση, ούτε τόσον γέρος, ώστε να τα χάνω διά κάθε γυναίκα με το τίποτε. Έχω τους σαράντα οκτώ εις την ράχην. ΛΗΡ Έλα μαζί μου. Αν και αφού γευθώ δεν μου φανής χειρότερος από τώρα, σε παίρνω εις την δούλευσίν μου. Μείνε κοντά μου εν τοσούτω. — Το γεύμα!

Σαράντα χρόνια εκείνο το γράμμα, που αντιπροσώπευε τον πολυαγαπημένο τον άντρα της Κώσταινας, εκοιμώνταν μέσα στην μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφιάτικου του φεσιού της, με τα χρυσά τα τέλια, που αντιπροσώπευε τες νυφιάτικες τες μέρες της.

Εις την κατάστασιν αυτήν ενός πλαστού θανάτου θα κείτεσαι αναίσθητη σαράντα δύο ώραις, και μ' ένα 'ξύπνημα γλυκόν κατόπιν θα συνέλθης. Αλλά την πέμπτην το πρωί, την ώραν οπού έλθη να σ' εξυπνήση ο γαμβρός, θα σ' εύρη ‘πέθαμμένην.

Και πρώτον μεν οι ιερείς οι οποίοι έλαβαν βραβεία, έπειτα δέκα εκ των νομοφυλάκων, οι εκάστοτε γεροντότεροι, έπειτα ο γενικός επιμελητής της εκπαιδεύσεως και ο νέος και οι πρώην κατέχοντες αυτό το αξίωμα, έκαστος δε από αυτούς όχι μόνος, αλλά ας παρακολουθήται από ένα νέον από τριάντα ετών έως σαράνταοποιοσδήποτε αρέσει εις αυτόν.

Πες τους πως οι παλικαράδες που τραγουδούσαν ως προχτές πως γέρασαν κλέφτες σαράντα χρόνων, αυτοί μέσα στο δικαστήριο της Ιστορίας μια πιθαμή χαμηλότερα δε θα σταθούν από τους ηρώους του Ομήρου.

Ακόμη ένα ποτόν τονωτικόν και προφυλακτικόν παρασκευασθέν με δώδεκα κόκκους παντζεχρίου, με σιρόπι λεμονιού, ροδιών και λοιπών, συμφώνως προς την συνταγήν, πέντε φράγκα». Α! κύριε Φλεράν, μην το παρακάνης, σε παρακαλώ. Αν εξακολουθήσης να είσαι τόσο ακριβός, κανείς δε θα θέλη πεια να είναι άρρωστος: Αρκέσου στα τέσσερα φράγκα. Είκοσι και σαράντα σόλδια.

Δεν εστάθηκα πολύν καιρόν εις το Μπαγδάτι· αλλ' ανταμώθηκα με μίαν συντροφιάν από χατζήδες, και επήγα εις την Μέκκαν και αφού επροσκύνησα εκείνους τους τόπους, συντροφεύθηκα με τους χατζήδες Ταρτάρους, και απερνώντας από τούτην την χώραν, μου άρεσε, και αποφάσισα να κατοικήσω εις αυτήν, και είνε έως τώρα χρόνια σαράντα που ευρίσκομαι εδώ, και περνώ μίαν ζωήν καλογηρικήν ή μοναχικήν, και με κανένα δεν έχω αντάμωσιν.

Τι να σας πω, μωρές τσιούπρες, είπ' η Κώσταινα, και στάθηκε κι' ακκούμπησε σ' ένα μεγάλο λιθάρι, για ν' ανασάνη. Αλήθεια σαράντα χρόνια έχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια έχω, που καρτεράω να ισκιώσ' η θύρα μ', κι' αυτή η έρμη η μέρα δε φαίνεται νάρθη, αλλά δεν απελπίζομαι . Και λέγοντας αυτά τα λόγια, αναστέναξε μες από τα φυλλοκάρδια της, και σηκώθηκε να τραβήση τον δρόμο.