United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε, ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει. κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, 455 με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω, και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος, άματα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του.

Αυτά 'π' ο ισόθεος βασιληάς, και ο κήρυκας πετάχθη να φέρη από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα. και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξι, σηκωθήκαν, και έσιασαν τον χορότοπο κ' επλάτυναν τον κύκλο. 260 του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα, και αυτόςτο μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίταις, κ' εχοροπήδαν θεϊκά• εκύτταζ' ο Οδυσσέας και των ποδιών ταις αστραψιαίς, εθαύμαζε η ψυχή του. 265

Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέαςτον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 και ως είναι ο δείπνος ποθητόςαυτόν 'πώχει ολημέρα δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανότο νειάμ' αλέτρι• με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».

Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του, 'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135 τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων, 'που με ποτήρια σπόνδιζαντον άγρυπνον Ερμεία, ότιεκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν. περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας, κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140 ως 'π' έφθασετους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην. αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης, κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.

Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα 380 εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια. Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο• έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων, να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι, και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του 385 τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση, σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας.

Αυτά 'πε και ο πολύγνωμος εσώπαινε Οδυσσέας, αλλ' έσεισε την κεφαλή και ολέθρια μελετούσε.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι· του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη 305 υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία· και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι. ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, 310 δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε. ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα».

Αυτά 'πε· και απ' τον κλήδονα και απ' την βροντήν του Δία 120 ο Οδυσσέας θάρρεψε να εκδικηθή τους πταίσταις.

το δώμα ως είδαν άνθρωπον άφωνοι έμειναν όλοι, και ξυππασμένοι εκύτταζαν• ικέτευ' ο Οδυσσέας• 145 «Αρήτη, του Ρηξήνορα ω κόρη του ισοθέου, 'ς τον άνδρα σου ο πολύπαθος προσπέφτω και εις εσένα, και εις τους συνδείπνους• οι θεοί να τους χαρύνουν ζώντας, και των παιδιώντο σπίτι του καθείς να παραδώση το είναι του, και την τιμή, 'που του 'χει δώσει ο δήμος. 150 κ' εμέ στείλετε ογλήγορα να φθάσω εις την πατρίδα, 'πώχω καιρούς 'που αδημονώ μακράν των ποθητών μου».

Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· 320 και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε· «Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη. τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. 325 και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου, και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο. όσον ελπίδ' απόμενετα βάθη της ψυχής σαςτο σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας, καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις 330τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε, αντην πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος· αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον· αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη, κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, 335 εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη».