United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν εις τους ζώντας κατ' αυτόν τον τρόπον φρονούμεν ότι δεν απομένει το μικρότερον ούτε το μηδαμινώτερον καθήκον, αλλά ότι επιβάλλεται από τον δίκαιον νόμον το ανώτερον από όλα τα καθήκοντα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σωστά όλα τούτα θα ’τανε όσα μου λέγεις αν πεθαμένη η μάνα μου ήτον° αλλ’όσο ζη θα κατέχει με τρανός πάντοτε ο φόβος. ΙΟΚΑΣΤΗ Κι όμως μεγάλο του πατρός σου φως ο τάφος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πάντα όμως φοβίζει με ζώντας η μάνα. ΑΓΓΕΛΟΣ Και ποια γυναίκα την ψυχήν σου την τρομάζει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η Μερόπη με τον Πόλυβον που εζούσε, γέρο. ΑΓΓΕΛΟΣ Και γιατί εκείνη σου γεννά ένα φόβο τέτοιο;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Εγώ, μωρέ, σιχαίνομαι περί ζωής ν' ακούσω κι' όλους τους ζώντας προσπαθώ πατόκορφα να λούσω.

Φαντάζεται τις οποία θα υπήρξεν η απελπισία και η απόγνωσις, ήτις θα κατέλαβεν εν μέσω τοσούτων ανηκούστων ηθικών και υλικών συμφορών τους μέχρι χθες ευτυχείς και αμερίμνως ζώντας.

&Ορισμός της ευτυχίας.& — Τι μας εμποδίζει λοιπόν να ορίσωμεν ότι ευτυχής είναι όστις ενεργεί συμφώνως με την τελείαν αρετήν, και είναι εφωδιασμένος αρκετά με τα εξωτερικά αγαθά, όχι εις ένα παραμικρόν χρονικόν διάστημα, αλλά εις όλην του την τελείαν ζωήν; Ή μήπως πρέπει να προσθέσωμεν ότι πρέπει και να ζήση ούτω πως και να αποθάνη αναλόγως, επειδή ημείς δεν ημπορούμεν να προβλέψωμεν τα μέλλον, ενώ την ευτυχίαν την ορίζομεν ως τέλος και ως τελείαν εις όλα και καθ' όλα; Αλλά τότε θα ονομάσωμεν αξιομακαρίστους, εκείνους από τους ζώντας, εις όσους υπάρχουν και θα υπάρξουν όσα είπαμεν, πάντοτε όμως τους ανθρώπους θα ονομάζωμεν αξιομακαρίστους.

το δώμα ως είδαν άνθρωπον άφωνοι έμειναν όλοι, και ξυππασμένοι εκύτταζαν• ικέτευ' ο Οδυσσέας• 145 «Αρήτη, του Ρηξήνορα ω κόρη του ισοθέου, 'ς τον άνδρα σου ο πολύπαθος προσπέφτω και εις εσένα, και εις τους συνδείπνους• οι θεοί να τους χαρύνουν ζώντας, και των παιδιώντο σπίτι του καθείς να παραδώση το είναι του, και την τιμή, 'που του 'χει δώσει ο δήμος. 150 κ' εμέ στείλετε ογλήγορα να φθάσω εις την πατρίδα, 'πώχω καιρούς 'που αδημονώ μακράν των ποθητών μου».

Λοιπόν διά τους θεούς και τας θεότητας και διά τους ζώντας γονείς και τους αποθανόντας είναι αρκετόν προοίμιον όσα είπαμεν. Τόρα όμως μου φαίνεται ότι συ με παρακινείς το υπόλοιπον αυτό να το φέρω κάπως εις φως. Βεβαιότατα.

Όστις λάβη την κληρονομίαν ας αφήνη εις αυτήν την κατοικίαν πάντοτε ένα κληρονόμον από όλα τα τέκνα του, εκείνον τον οποίον αγαπά περισσότερον, ως διάδοχον και λάτρην των θεών και του γένους του και της πόλεως από τους ζώντας και από όσους πλέον έως εκείνον τον χρόνον, κατέλαβε ο θάνατος.

Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.

Το μάτι του δε δάκρυσε ποτές Σκουντουφλιασμένος, τρεις μέρες τώρα στην αγκωνή, με το τσιμπούκι στο στόμα, μήπως άνοιξε καθόλου ταχείλι του να βγάλη λόγο; Αγκαλά, και ζώντας η μακαρίτισσα, μήπως της είπε ποτέ μια γλυκειά κουβέντα; Αυτό ήτανε το παράπονο της μακαρίτισσας. «Καλημέρα, καλησπέρα» κι' όξω, στον καφενέ ή στο ψάρεμα, αυτή ήτανε η ζωή του, κυρ-αστυνόμε μου...