United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως καθώς σου είπα, μ' έστειλεν η κυρία μου να σ' εύρω. Το τι μου είπε να σου ειπώ, εγώ το 'ξεύρω· αλλά, πρώτα και αρχή, έχω να σου ειπώ, ότι αν ο σκο- πός σου ήναι να την γελάσης, έτσι να 'πούμεν, θα ήναι το φέρσιμόν σου κακόν και ψυχρόν, έτσι να 'πούμεν· — η κυρία μου είναι νέα νέα, και αν έβαλες εις τον νουν σου να την παίξης, θα κάμης πράγμα οπού δεν είναι τιμημένον.

Και λοιπόν, εάν μεν θελήσης να ειπής μακρόν λόγον, σου το προλέγω, ότι δεν είναι δυνατόν να με θεραπεύσηςδιότι δεν θα ημπορέσω να τον παρακολουθήσωαν θέλης όμως να μου απαντήσης καθώς προηγουμένως, πολύ θα με ωφελήσης, νομίζω δε ότι δεν θα βλαφθής και συ ο ίδιος. Είναι δίκαιον δε να παρακαλέσω και σε, υιέ του Απημάντου. Διότι συ με έβαλες να συζητήσω με τον Ιππίαν.

Διά τα ποιήματα, οπού έκαμες, διά τους στίχους δηλαδή, εις τους οποίους έβαλες τους μύθους του Αίσωπου, και διά τον Ύμνον σου εις τον Απόλλωνα, με ηρώτησαν έως τώρα και μερικοί άλλοι, τελευταίον δε και ο Ευηνός, τι τάχα εσκέφθης και, αφού ήλθες εδώ, έκαμες αυτά τα ποιήματα, ενώ προηγουμένως ποτέ κανέν ποίημα δεν έκαμες.

Βαθμηδόν η απορία μετεβλήθη εις στενοχωρίαν. Συνέλαβε την ιδέαν μήπως... Αλλά δεν ήτο άνθρωπος να κρύπτη ό,τι ήρχετο εις τον νουν του. Εστάθη εις το μέσον του δρόμου διακόψας και τον περίπατον και την ομιλίαν του Λιάκου και στραφείς προς αυτόν, — Τι μου τα λέγεις αυτά; τον ηρώτησε. Τι μου την εγκωμιάζεις; Μη έβαλες εις τον νουν σου να μου την φορτώσης; Ο Λιάκος έμεινεν ως εμβρόντητος.

ΤΡΥΦ. Ότι δεν είσαι ερωτευμένος μαζή μου είνε φανερόν, διότι, δεν θα με παρημέλεις, αφού μ' έχεις εις την διάθεσί σου και δεν θα μ' έσπρωχνες όσες φορές έκαμα να σ' αγκαλιάσω και εις το τέλος έβαλες μεταξύ μας το φόρεμά σου ως τείχος διά να μη μπορώ να σου 'γγίξω. Ποια είνε λοιπόν αυτή που αγαπάς; Πες μου, και ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω εις τον έρωτά σου, διότι ξέρω από τέτοια.

Ο ξενοδόχος ήτο καλός άνθρωπος, αλλά θερμοαίματος και θυμώδης. — Πολλά τα έτη σας, είπε προς τον μικρόν Κλώσον. Κάτι ενωρίς έβαλες σήμερον τα Κυριακάτικά σου; — Πηγαίνω την νόναν μου εις την πόλιν, απεκρίθη εκείνος. Την άφησα εις το κάρον δεν ημπορώ να την φέρω μέσα, και σε παρακαλώ πολύ, πήγαινέ της έν ποτήρι νερόν. Αλλά φώναζε της δυνατά, διότι είναι θεόκωφη!

Όμως τ' ωμολόγουν ήδη οι χωρικοί, το εξέφραζον διά των εκπλήκτων βλεμμάτων των, ότι ουδέποτε ήλπιζον αυτό τόσον τέλειον όπως το έβλεπον, όπως ήκουον παρ' αυτού του ενωμοτάρχου: — Να, έβαλες το φυσίγγιο κ' ετέλειωσε το παστόψαρο. . . ένας χρόνος εις δύο κινήσεις. . . ένα πατατράκ κ' εχάθηκε το λεφούσι!

Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.

Η Φαραζάνα ακουόντας αυτά τα λόγια του Αράπη εγέλασεν υπέρ το μέτρον. Αυτή εστοχάζονταν πως εκείνος θα της ωμιλούσε με αυτόν τον τρόπον, διά να την κάνη να στέκη χαρούμενη· εσύ έβαλες τέτοιους στοχασμούς επάνω εις εμένα, του είπεν· είμαι ευχαριστημένη που το έμαθα· Θέλω κυττάξει να φυλαχθώ εναντίον εις έναν άνθρωπον τόσον κακοποιόν καθώς είσαι εσύ.

Η χρονιά εφέτος είναι των τρελλών έγιναν οι φρόνιμοι κουτοί, και κανείς δεν ξεύρει τι χορόν κρατεί, και σου κάμνουν όλοι άλλα των αλλών. ΛΗΡ Από πότε έγινες τόσον του τραγουδιού, κύριε; ΓΕΛΩΤ. Από τον καιρόν όπου οι θυγατέρες σου έγιναν μητέρες σου παππού. Διότι από τότε οπού έβαλες εις τα χέρια των το ξύλο και συ κατέβασες τα βρακιά σου, από τότε.