United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Βαρβαρικά πλημμυρίσματα κι άλλα δυστυχήματα της βασιλείας του Ιουστινιανού. Τέλη του Και δε φοβέριζαν οι Πέρσοι μονάχα το Κράτος όλα εκείνα τα χρόνια. Το φοβέριζαν οι βορεινοί οι βάρβαροι, που μα την αλήθεια ποτές δεν έλειψαν από τη στιγμή που χτίστηκε η Νέα Ρώμη, παρά σαν τις σφήγγες τους τραβούσε η ορεχτική μυρουδιά της.

Ούτε κι' αγάπησα καμμιά 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα, Ούτε λησμόνησα ποτές εσένα την καλή μου. Μήνες και χρόμα επλούτενα, για να γυρίσω τώρα, Με γρόσια 'ςτό δισάκι μου και λίρες 'ςτό κιμέρι, Κι' αρρωστεμένη να σε βρω και να σε βρω 'ςτό στρώμα; Φωτιά να κάψη τα φλουριά! κ' εγώ θα τα ξοδιάσω Σ' όλον τον κόσμο, 'ςτούς γιατρούς, για εσέ, για την υγειά σου!

Γιατί στη νιότη μου έσμιξα εγώ με θεριομάχους 260 καλύτερούς σας, μα ποτές αφτοί δε μ' αψηφούσαν.

Όμως, επειδή το θέλετε απόλυτα να φύγετε, θα δώσω διαταγή στους μηχανικούς να κάνουνε μια μηχανή, που να μπορή να σας μεταφέρη με άνεση. Όταν θα σας φέρουνε απ' το πίσω μέρος των βουνών, κανείς δε θα μπορέση να σας συνοδέψη: γιατί οι υπήκοοί μου, ωρκιστήκανε να μη βγούνε ποτές από τον περίβολό τους κ' είναι αρκετά φρόνιμοι, που να μη παραβούνε τον όρκο τους. Ζητήστε μου άλλωστε ό,τι ευαρεστείσθε.

Και νιές εφτά π' αμίμητα δουλέβουν θαν του δώσω Λέσβισσες, που σαν κούρσεψε την πλούσια Λέσβο ατός του, τις πήρα εγώ, που τέρι τους δεν είχανε στα κάλλη. 130 Αφτές του δίνω, και μαζί τη νια που πριν του πήρα, τη Βρισοπούλα, κι' όρκονε θαν τ' ορκιστώ μεγάλο, ποτές πως δεν την άγγιξα, στο στρώμα της δε μπήκα, π' όλοι στον κόσμο σύστημα γυναίκες τόχουν κι' άντρες. Αφτά όλα θαν τα λάβει εφτύς.

Κι' ο γέρος μου πατέρας εφτύς σαν πήρε μυρουδιά, με φοβερές κατάρες μ' άρχισε, κι' όλο δέουνταν στις άγριες Καταδιώχτρες ποτές να μην καθήσει γιος στο γόνα μου, βγαλμένος 455 από σπορά μου· κι' οι θεοί ξακούνε την κατάρα, ο Άδης κάτου στ' άνηλια της γης κι' η Περσεφόνη.

Του αγγελόκαρδου ιεράρχη ως τόσο δεν του έρχουνταν τα τυραννικά εκείνα τα μέτρα, που άλλος πιο φιλόδοξος θα τα χαιρότανε· μόνο του φάνηκε, λέει, σα να περνούσε κείνη τη μέρα από κουρσεμένη πόλη, που κάποιος βάρβαρος καταχτητής ήρθε και την κυρίεψε. Κ' έτσι είναι. Η βία, και μάλιστα η στρατιωτική η βία, ποτές δε φαίνεται θεάρεστο πράμα.

Είπε, μα για τον καστανό Μενέλα ανησυχούσε. 240 Τότες τους μίλησε ξανά ο θαρρετός Διομήδης «Αν ορισμός σας σύντροφο εγώ 'ναι να διαλέξω, πώς τότες να ξεχάσω εγώ το θεϊκό Δυσσέα, π' ότι κι' αν πιάσει, η τολμηρή καρδιά του δε γνωρίζει τι είναι όκνος, κι' η θεά Αθηνά τον αγαπάει περίσσα; 245 Μ' αφτόν μαζί, κι' απ' της φωτιάς τις φλόγες μέσα οι διο μας πίσω γυρνούμε, τι ποτές δεν του σαστίζει ο νους του

Λέχτηκε πως ή δεν είμαστε καλά πληροφορημένοι από τους χρονογράφους ή όλα εκείνα τα βαρβαρικά πλημμυρίσματα που αναφέρθηκαν αλλού είναι μεγαλωμένα ακόμα πιώτερο κι απ' ό,τι φαίνουνται σε πολλούς, και δεν είταν άλλο παρ' απλές ληστείες, αφού τα κάστρα και τα προπύργια πούστησε ο Ιουστινιανός στο Δούναβη, στα Μπαλκάνια, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία είναι τόσο πολλά, που τα μισά να παραδεχτούμε, πρέπει να είταν οχυρωμένο το Κράτος όπως ποτές δεν είταν άλλοτες.

Πάντα το βλέπω εκείνο το νησί, το νησί μας εκεί κάτω, που μυρίζει με τις γαζίες και που λαμποκοπή με τον ήλιο. Δε θα με πάη, δε θα με φέρη πια στην Πρίγκιπο το βαπόρι; Δε θανεβώ πάλε στον Άη Γιώργη; Αχ! φίλε μου, πέντε χρόνια που δεν την είδα τη Μοιρίτα. Να μην την ξαναδιώ και ποτές μου! Ίσως κάλλια που ζω, ίσως κάλλια να μην πεθάνω, για να γίνη κι αφτό καμιά μέρα.