United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αφού με γέλασε, κι' αφτή την πήρε μου απ' τα χέρια, να με δολώσει ας μη ζητάει . . . τον ξέρω, δε με πιάνει. 345 Μόνε, Δυσσέα, μ' εσένα πια και τους λοιπούς αρχόντους ας δει να σώσει οχ της φωτιάς τις φλόγες τα καράβια.

Τότες με χείλια γελαστά του κάνει ο Αγαμέμνος σαν είδε πως πειράχτηκε, και ξείπε εφτύς το λόγο «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, μήτε σε παρακατεχώ μήτε ορισμούς σου δίνω. Ξέρω πως κρύβει φιλικιά μέσα η ψυχή σου γνώμη, 360 γιατί ότι θέλω θες κι' εσύ. Μον πήγαινε! Ειδέ ετούτα, κάνα κακό αν ειπώθηκε, τα σάζουμε κατόπι, κι' έτσι όλα ο Δίας σαν καπνό ας τ' ανεμοσκορπήσει

Τότε ο γιος του βασιλιά Πριάμου, ο Άντιφος, μες στο σωρό του ρήχνει το κοντάρι, 490 μα δεν τον βρήκε, μον βαράει το Λέφκο, του Δυσσέα ένα συντρόφι, στ' αχαμνά, καθώς τραβούσε εκείθες του Σιμοήσου το κορμί. Έτσι απάς στο κουφάρι έπεσε εκείνος, κι' ο νεκρός του γλίστρησε απ' τα χέρια.

Τώρα, Δυσσέα, ορίζω αφτό και σ' τ' αναθέτω εσένα· διάλεξε νιους μες στο στρατό, αρχόντων γιους, και φέρε τα δώρα οχ το καράβι μου, όλα όσα τ' Αχιλέα εχτές ρητά του τάζαμε, και φέρτε τις γυναίκες. 195 Κι' ο κράχτης μου μες στον πλατύ τον κάμπο ας ετοιμάσει καπρί, που εφτύς να σφάξουμε στο Δία και στον Ήλιο

Ή τη δική σου τάχα νια για νάχεις στην καλύβα, με θες να κάθουμαι έτσι εγώ μ' εδώ αδιανά τα χέρια κι' αφτή μού λες στον τόπο της ναν τήνε στείλω πίσω; Καλά, αν μου δώσουν τα παιδιά καμιά άλλη ομορφοπούλα, 135 τέτια όπως μου ποθεί η καρδιά, ισάξια αφτής που χάνω· αλλιώς, μονάχος τότε εγώ πηγαίνω και του Αία ή τη δική σου παίρνω νιά, ή του Δυσσέα ακόμα θα πάω να πάρω... κι' έπειτα ας χολοσκάει που πάθει!

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, του Δία η θυγατέρα, κι' απ' του Ελύμπου με σπουδή κατέβηκε τις άκρες κι' ήρθε σε λίγο ως στα γοργά των Αχαιών καράβια Και το Δυσσέα βρήκε εκεί, άντρα σοφό σα Δία, πούστεκε δίχως τ' άφταστο καλόδετο καράβι 170 ν' αγγίζει, τι είχε στην καρδιά φαρμάκι και στα σπλάχνα.

Αφτούς, ο γιος του Μηκιστιά τους νέκρωσε τα κάλλη και την ψυχή, και τ' άρματά τους έβγαλε απ' τους ώμους. Κατόπι τον Αστύαλο ο Πολυποίτης σφάζει. Μια του Δυσσέα κονταριά ξαπλώνει τον Πιδύτη· 30 το θεογέννητο Αρετά κι' ο Τέφκρος θανατώνει, και κάρφωσε ο Αντίλοχος με το λαμπρό κοντάρι τον Αβληρό.

Τότες του κραίνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, συμπάθα, τι όλους μας βαρύ κακό μας συνεπήρε. 145 Μα έλα μαζί να κράξουμε και τους λοιπούς πρωτάρχουςΕίπε, κι' εκείνος τρέχοντας μες στην καλύβα, ρήχνει 148 στην πλάτη ασπίδα πλουμιστή και πάει τους ξανασμίγει.

Μα εκεί στη μέση ο Έχτορας τους είδε, κι' αλυχτώντας τους πέφτει απάνου· κι' έτρεχαν οι λόχοι του κατόπι. Και σαν τον είδε, τρόμαξε ο φοβερός Διομήδης, 345 και του Δυσσέα τούπε εφτύς που στέκουνταν κοντά του «Να, δες τον, πάλι πλάκωσε ο σκύλος να μας πνίξει· Μον στάσου εδώ μ' απόφαση κι' εγώ σ' τον συγυρίζω