United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα· ειπώθηκε από κάποιον, που τη χαριτωμένη μνήμη του όλοι σεβόμαστε και που της φλογέρας του η μουσική σαγήνεψε και τράβηξε κάποτε την Περσεφόνη από τα λειβάδια της Σικελίας κ' έκανε κείνα τάσπρα πόδια της να σαλέψουν, κι όχι του κάκου, της Cumnor τα μυρτολούλουδα, ότι ο καθαυτό σκοπός της Κριτικής είναι να βλέπη τα πράγματα ακριβώς όπως είναι.

ΠΕΡΣ. Λοιπόν, άνδρα μου, συ και τούτο δύνασαι να διορθώσης και διάταξε τον Ερμήν όταν ο Πρωτεσίλαος φθάση εις το φως να τον εγγίση με την μαγικήν του ράβδον και τον μεταμορφώση ευθύς εις νέον ωραίον, οποίος ήτο κατά την ημέραν του γάμου του. ΠΛΟΥΤ. Αφού η Περσεφόνη το θέλει, πήγαινέ τον επάνω, ω Ερμή, και κάμε τον πάλιν γαμβρόν. Συ δε να ενθυμήσαι ότι έχεις μόνον μιας ημέρας άδειαν.

Αλήθεια είχαν κάνει άλλον ουρανό δικό τους οι μυγδαλιές με τάνθη της παρθενιάς που στέλνει η Περσεφόνη απ’ του Πλούτωνος την κλίνη, κάθε άνοιξη, στις Κ ό ρ ε ς του απάνω κόσμου. Αχ, μυγδαλιές ! γιατί να φανερωθήτε μπρος σταέχε μάτια του κοριτσιού ενώ έτρεχε να ξεφύγη μακριά από ταγόρι!

Πατέρα Δία, κι Αθηνά θεά, και Περσεφόνη όπου με τη μητέρα σου μαζί σας έχει λάχει η πλούσια και πολύκαρπη των Εφυραίων χώρα, είθε από τούτο το νησί κακήν κακώς να φύγουν οι εχθροί, κι όσοι γλυτώσουνε, το μήνυμα του ολέθρου να φέρουν στην πατρίδα των και σ' όλους τους 'δικούς των· κ' οι χώρες μας που οι βάρβαροι τις έχουνε ρημάξει σαν μάννες να καλοδεχτούν και πάλι τα παιδιά των ναρχίσουν να δουλεύωνται τα έρημα χωράφια· καλοθρεμμένα πρόβατα στους κάμπους να βελάζουν τα βώδια να γυρίζουνε το βραδυνό στις στάνες στον οδοιπόρο δείχνοντας το βήμα του να βιάση· ταλέτρι για το σπόρισμα τη γη να ξανανιώνη, μέσ' στον καιρό που ο τζίτζικας, κρυμμένος στακροκλώνια να μην τον εύρουν οι βοσκοί, δεν παύει το τραγούδι· ναπλώνουν γύρω στάρματα τα υφάδια των οι αράχνες κι ο πόλεμος να ξεχαστή και τώνομά του ακόμα· οι ωδές να φέρουν άφταστη του Ιέρωνος τη δόξα πέρα και πέρα, πιο μακρυά κι απ' της Σκυθίας τον πόντο, στα κάστρα που η Σεμίραμις με πίσσα τάχει στρώσει και μέσα εκεί εβασίλευεκάστρα πλατιά, μεγάλα.

Ούτε πάλιν πρέπει να παραλείψωμεν τας κινήσεις όσαι είναι άξιαι μιμήσεως, καθώς είναι εις τον τόπον αυτών εδώ των Κουρήτων τα ένοπλα παιγνίδια, εις δε την Λακεδαίμονα των Διοσκούρων. Εις ημάς δε πάλιν η κόρη και δέσποινα Περσεφόνη ευχαριστηθείσα από το παιγνίδι του χορού, ενόμισε ότι δεν πρέπει να παίζη με αδειανά χέρια, αλλά να στολισθή με τελείαν πανοπλίαν και τότε να εκτελέση τον χορόν.

Και ως ήλθαν όλοι, ωμίλησατην μέση εκείνων κ' είπα• «θαρρείτε ότιτα σπίτια μας, 'ς την ποθητήν πατρίδα, θα πάμε• αλλ' άλλο διώρισεεμάς ταξείδ' η Κίρκη, 'ς τον Άδη καιτην άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, να ερωτηθούμε την ψυχή του μάντη Τειρεσία». 565

Προς αποφυγήν μόνον πάσης υποψίας ότι πρόκειται περί αισθηματικής τινος γλυκαναλατίας, δεν θεωρώ περιττόν να προσθέσω, ότι δεν αναπαύεται υπ' αυτόν Μαρίκα τις, Ελένη ή Περσεφόνη, αλλά καλός άνθρωπος ονομαζόμενος Αντώνης.

Και η θαυμαστή θεάεμέ• «πολύτεχνε Οδυσσέα, να μένετε εις το σπίτι μου πλεια δεν σας αναγκάζω• αλλ' όμως άλλο πρότερα θα κάμετε ταξείδι, 'ς του Άδη και της άσπονδης αντάμα Περσεφόνης 490 την κατοικιά να φθάσετε, να μάθετε την μοίρα απ' την ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία, μάντη τυφλού, 'που ολόκληραις έχει και αυτού ταις φρέναις• εκείνου μόνου απ' τους νεκρούς έδωσε η Περσεφόνη γνώσιν και νουν• ωσάν σκιαίς οι άλλοι τριγυρίζουν». 495

Αυτά 'πε• συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος• 205 και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας, και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια μώφυγε• και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος, και προς αυτήν εφώναζα• «τι φεύγεις, ω μητέρα, εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, 210 όπως και οι δυοτην κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε. μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν