United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νά σου ο Τυδιάς το τι είτανε, μα γέννησε το γιο του χειρότερό του στο σπαθί, καλύτερο στους λόγους400 Είπε, μα λέξη ο δυνατός δεν έβγαλε Διομήδης, τι σα στρατιώτης τ' αρχηγού σεβάστηκε το λόγο. Όμως του Καπανέα ο γιος γυρίζει και του κάνει «Ψεφτιές μη λες, τ' Ατρέα γιε, και ξέρεις την αλήθια. Ναί, εμείς απ' τους πατέρες μας πολύ πιο παλικάρια 405 λέμε πως είμαστε.

Έτσι ίσους μας μην μου ζητάς να βγάλεις τους γονιούς μας» 410 Τότες με μια λοξή ματιά του λάλησε ο Διομήδης «Αδρέφι, κλείσ' το στόμα σου, τ' ακούς; Τον Αγαμέμνο εγώ δεν τον κατηγοράω, πούναι αρχηγός μας όλων, αν τους γενναίους Αχαιούς να πολεμάν τους βιάζει.

Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο 495 ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι 500 να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.

Πού καθώς έτρεχε ίσα ομπρός, του ρήχνει ο αντριωμένος Διομήδης, μα δεν πέτυχε, παρά τον αμαξά του τον Ηνοπιά, τ' αράθυμου Θηβαίου γιο, καρφώνει 120 μπρόστηθα, στο βυζί κοντά, ενώ οδηγούσε τ' άτια. Κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε, πήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτια, κι' έμεινε νεκρός εκεί στον τόπο.

Έτσι είπε, και διπλόβουλα λογάριασε ο Διομήδης να φέρει γύρα τ' άλογα κι' απάνου ναν του πέσει· τρεις το λογάριασε φορές μες στης καρδιάς τα βάθια, και τρεις βροντάει του Κρόνου ο γιος απ' τις κορφές της Ίδας, 170 στους Τρώες νιώσμα δείχνοντας μονοκερδίστρας νίκης.

Μα αν είναι αφτός που εγώ θαρρώ, αν ο Διομήδης είναι, με δίχως χέρι αφτός θεού δεν κάνει τόσο θρήνος, 185 Μον κάπιος δίπλα τον βοηθάει θεός, κουκουλωμένος 186 με καταχνιά. Τι τούρηξα πολιώρα και τον βρήκα 188 δεξά στον ώμο, διάμεσα του τσαπραζού ως αντίκρυ· κι' έλεγα εγώ πως τούσκαψα το λάκκο, μα στον τόπο 190 δεν έμεινε... κάπιος μαθές θεός μας κατατρέχει.

Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, κι' ο άσκιαχτος Διομήδης, μαζί στη μέση των στρατών να χτυπηθούνε ορμούσαν. 120 Και σα ζυγώσανε σιμά με τ' άρματα στα χέρια πρώτα ο Διομήδης άνοιξε το στόμα να μιλήσει «Και πιος, ασίκη μου, είσαι εσύ απ' τους θνητούς αθρώπους; Τι πριν δε σ' είδα εγώ ποτές στη δοξοδότρα μάχη.

Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο δυνατός Διομήδης «Ναι, στέκω εγώ και καρτεράω· μα μακρινή δε θάναι θαρρώ η αλάφρωση από μας, τι νίκη να μας δώσει δε θέλει ο Δίας τώρα πια, μον να! στους Τρώες θέλειΕίπε, και χάμου το Θυμπριό τον γκρέμισε οχ τ' αμάξι 320 τρυπώντας τον στ' αριστερό βυζί του· κι' ο Δυσσέας τον παραγιό του κάρφωσε, το θεϊκόνε Μόλιο.

Τοιούτους δε τους παρουσιάζει και ο Όμηρος, καθώς λόγου χάριν τον Διομήδην και τον Έκτορα: Ο Πολυδάμας πρώτον μεν σκουπίδι θα με κάνη. Και ο Διομήδης : Διότι κάποτε θα ειπή ο Έκτωρ εις τους Τρώας• Εκείνον τον Τυδείδη εγώ ....

Κατόπι προσεφκήθηκε κι' ο μαχητής Διομήδης «Άκου με τώρα, δέσποινα διόσπαρτη, κι' εμένα. Έλα μαζί μου, θέαινα, σαν που στη Θήβα πήγες 285 με τον πατέρα μου άλλοτες, το θεϊκό Τυδέα, σαν έσυρε των Αχαιών στη Θήβα αποσταλμένος.