United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΡΕΩΝ Αν την αστόχαστη την τόλμη σου νομίζεις πως κάτι αξίζει, βέβαια, δίκιο δεν έχεις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Επίβουλος σε συγγενή σου εδείχθης, κ’ έτσι νομίζεις ατιμώρητος πως θενά μείνης; ΚΡΕΩΝ Ομολογώ πως δίκαια μίλησες τώρα, αλλ’ όμως τι ’ναι το κακό που σου ’χω κάμει; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μου ’λεγες ή δεν μου ’λεγες πως ειν’ ανάγκη, να στείλω εδώ να φέρουνε τον Τειρεσία;

Η αλήθεια είναι πως δούλευε ακούραστα στο Παλάτι του. Ως μήτε στο Ιπποδρόμιο δεν πήγαινε παρά μια ματιά, έτσι να φανή πως πήγε. Τέτοιες ιδέες και συστήματα τι άλλο να φέρουνε μέσα στο καλομαθημένο Παλάτι παρά χαλασμό και καταστροφή! Ζήτησε, λέει, να κουρευτή· και του παρουσιάζεται λαμπροστόλιστος ο κουρέας. Τονέ βλέπει, και λέει πως κουρέα ζήτησε κι όχι Γερουσιαστή!

Τότε λοιπόν εκείνοι, οι βασιληάδες των Δελφών, με μιας αποφασίσανένα γκρεμό να φέρουνε και να την ρίξουν κάτω, να τη σκοτώσουν την κυρά, που έβαλε κ' εκείνη να θανατώσουν στο ναό ιερωμένον άνδρα• τώρα η πόλις την ζητεί, που τέτοιον άθλιο δρόμο με τρόπο τόσον άθλιο ηθέλησε να πάρη. Ήρθε στου Φοίβου το ναό παιδί κι' αυτή να κάνη και τώρα χάνει και παιδιά και το κορμί της χάνει.

Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.

Έρχεται η Αριάδνη κι ονομάζει τον Αναστάσιο. Στέργουν αμέσως οι προύχοντες, και στέλνει ο Μάγιστρος αξιωματικούς στου Αναστασίου να τονέ φέρουνε στο παλάτι. Άμα ήρθε ο Αναστάσιος, έγινε η θανή του βασιλικού λειψάνου κατά τα συνηθισμένα, κ' έτσι πέρασε η μέρα εκείνη.

Γιατί τα δάκρυά σου πίσω δεν θα σου φέρουνε εκείνην που εχάθη. Σκέψου ότι και των θεών τα νόθα κατεβαίνουν στον Άδη. Εκείνη ήτανε αγαπητή σε όλους και όταν ζούσε, αγαπητή και πεθαμμένη θα είναι. Γιατί πραγματικώς εσύ για σύζυγον επήρες την πλέον ευγενέστερην γυναίκα αυτού του κόσμου.

Κάθε Χριστιανού θα σκίσω 'γώ τα σωθικά και στους σκύλους την καρδιά του θε να ρίξω, αν στον αγαπητό του Καίσαρα να δείξω δεν κατορθώσω την αλήθεια. . . Γάιε, και συ Λουκά, βγάλτε του γρήγορα τα ρούχα και νυχτώνει, ίσως τον φέρουνε στα λογικά οι πόνοι. . . Ασπίδα λες από ελεφαντόδοντο έχει τα στήθεια κι' ίδιος καρπός το κάθε μπράτσο του φουσκώνει. ΓΥΝΑΙΚΑ. Ωιμένα!

Κι αυτός τους προστάζει να σηκώσουν αμέσως το κυνήγι και να το φέρουνε στην Αθήνα, για να κάμουν ένα καλό ζιαφέτι πριν πολεμήσουν. Κ' έτσι έγινε. Πάνε στην Αθήνα, ψήνουν το κυνήγι, καθίζουνε μέσα στο παλάτι, και το ρίχτουν στο φαγοπότι. Και τρώγοντας και πίνοντας λησμονούν του τσομπάνη τα λόγια. Ως και τραγουδιστάδες, και χορεύτρες γυρεύανε.

Εκείνο το λευκό τρέμουλο φως του ήλιου, που βλέπει κανείς τώρα στη Γαλλία με ταλλόκοτα μωβ εξανθήματα και τις ακατάπαυστα κινούμενες μενεξεδένιες σκιές είναι η τελευταία της φαντασία και στο σύνολο του η Φύση το αναπαράγει θαυμαστά. Εκεί που μας έδινε τους Corots και Daubignys, μας δίνει τώρα εξαίρετους Manets και γόητες Pisaros, που μας φέρουνε σε έκσταση.

Α' ΑΝΗΡ Οχι δα, τι άλλο λες να ξέρουνε, παρ' ότι ετοιμάσθηκαν τα χρήματα να φέρουνε; Β' ΑΝΗΡ Αν δεν ιδούν τα μάτια μου δεν πείθομ' ό,τι νάνε. Α' ΑΝΗΡ Μα όλο τούτο σήμερα στους δρόμους κοπανάνε. Β' ΑΝΗΡ Ας λένε! Α' ΑΝΗΡ Αλλά είπανε καθένας να μαζέψη το είναι του. Β' ΑΝΗΡ Ας λένε· μπα! Α' ΑΝΗΡ Κόσμο θα καταστρέψη μ' αυτήν την δυσπιστία του! Β' ΑΝΗΡ Αυτοί δεν θα πιστέψουν.