United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάρε μαζί σου και την φτωχή γειτόνισά μας την Λελούδα, επειδή και είνε κι' αυτή ανέβγαλτη, και δεν έχει άλλη παρηγοριά από σένα, που θα είνε μοναξιά, να πάτε ν' ανάψετε τα καντήλια, να σεργιανήσετε κι' όλας. — Άκουσε να σου πω, νάχω και το συμπάθειο, Κουμπή, απήντησε το Σεραϊνώ. Η Λελούδα είνε, όπως είπες, ανέβγαλτη, και τώρα είν' εδώ η αρμάδα.

Αλλοίμονό του δε αν ήθελε καμμιά φορά βοηθήση την φτωχή αδερφή του· ευθύς που το μάθενε, του έψελνε, όσα σέρν' η σκούπα κ' εκείνος έφευγε να μην ακούη· τα έπαιρνε όμως όλα μέσα του και ήταν δυστυχής. Η αδερφή τούλεγε ν' αφήκη μια τέτοια στρίγγλα, εκείνος όμως επροτιμούσε να υποφέρη.

Του έκανε μάγια μια φτωχή κοπέλα που έπρεπε να την παντρευτεί και δεν την παντρεύτηκε.» «Τι λες, καλέ Μαρία; Εάν του έχει κάνει μάγια, του τα έκανε για να την παντρευτεί….» «Μη με σπρώχνεις γι’ αυτό! Άντε πνίξου, Φραντσίσκα ΜπεΜε δόντια που άστραφταν στο όμορφο στόμα, γεμάτο με βρομόλογα, περνούσαν μπροστά από τον Έφις.

Την κοίταξα καλά μέσα στα μάτια και της είπα: «Θεία Νοέμι, εγώ θα παντρευτώ την Γκριζέντα, επειδή μόνο η Γκριζέντα, φτωχή σαν κι εμένα, νέα και μόνη σαν κι εμένα, μπορεί να είναι η σύντροφός μου». Τότε η Νοέμι χλόμιασε σαν να ήταν νεκρή∙ φοβήθηκα και έφυγα. Έκλαιγα∙ σου το είπε; Έλα, Έφις, δεν με ακούς. Έλα! Να η θεία Έστερ.

Και με άρπαξες, αλλά όχι όπως η μπόρα την που διψά γι' αντάρες νέα ψυχή· με δρόσισες καθώς δροσά τη χώρα η καρπερή ανοιξιάτικη βροχή· απλή και ταπεινή, μα πλουτοφόρα σε μια ζωή ήρθες σκοτεινή, φτωχή, την άνοιξες στον ήλιο, στη γαλήνη που σε όσους αγαπά ο θεός τα δίνει.

Η φτωχή Λελούδα, άμα είδε την πρώτην αρχόντισσαν του χωριού και την παρεκάλεσε να υπάγη μαζί της εις βραχείαν εκδρομήν έξω του Κάστρου, επειδή ησθάνετο κι' αυτή υπολανθάνουσάν τινα ανάγκην ν' αλλάξη τον αέρα, ύστερ' από πολλούς μήνας οπού δεν είχεν εξέλθει από το ταπεινόν καλύβι της, επείσθη.

Ακούς, αδερφέ, να πάρη δυο γυναίκες! μια άσχημη και μια ώμορφη, μια πλούσια και μια φτωχή. . . τόρα, σου λέει, είνε πάντα μέσα. . . — Πάντα έξω πες. . . διέκοψεν ο Αύγουστος, υψηλός κ' εύσωμος με βαθυκύανον, ως η ώριμος σταφίς, όψιν εγώ φοβάμαι μη την πάθη, 'σαν το άλογο που δεν ήξερε από ποιο γρασίδι να φάη κ' έσκασε νηστικό.

Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί.

Αφήστέ τον ήσυχο, Χριστιανοί μου! Στην έρημη, τη φτωχή του κακότυχου ναύτη κηδεία ούτε παππάς, ούτε ψαλμωδία καμμιά . . . μόνο μερικά δάκρυα μερικών πονόψυχων τον εσυνώδευσαν και την ύστερη στιγμή η αδερφή τουγια τη γυναίκα του δε μιλώερράντισε το βασανισμένο κουφάρι του με δάκρυα θερμά. Η υστερνή του ήλιου αχτίνα εφώτισε το έρημο, το καταφρονεμένο μνήμα . . .

Να μη μένω πια άπραγος θεατής, μα να μπορώ να λάβω μέρος, να ενεργήσω, να εργαστώ μ' έναν ωρισμένο σκοπό μπροστά μου, ένα σκοπό, που πίστευα τουλάχιστο πως θα τον πιτύχω. Τον καιρό της νιότης μου μια τέτοια πηγή θα φαινότανε ίσως πολύ φτωχή. Μα όταν τα χρόνια αρχίζουνε νασπρίζουν κάπως τα μαλλιά, αρκείται κανένας με λιγότερα παρότι πριν.