Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Ας μπορούσες μαζί με τους στοχασμούς των να πετάξης απάνω απ' την πεδιάδα! Ας μπορούσες να καταίβης μαζί τους σε καθαρό νεράκι, να σταθής μαζί τους σε μπαλκόνι με βασιλικά! Είνε πρωί τριανταφυλλένιο, είνε Κυριακή. Τούτα τα βουνά που ροδίζουν στην ανατολή κράτησε τα στα βάθη σου, φτωχή μου ψυχή.

Μαζί του ήταν κ' η ανεψιά του, η Κατερίνα Χιώμμελ, την οποίαν ως άκληρος είχεν υιοθετήσει. Ήρχετο από το Αρσάκειον, όπου είχεν αρχίσει να μαθητεύη ως εσωτερική από δύο ετών, και ήτον χλωμή, απλοϊκή και «γλυκόκαρδη», &σουήτχαρτ&. Η φτωχή! ποίος το ήλπιζεν ότι έμελλε μετά τρία έτη να λάβη τραγικόν θάνατον, από τας ιδίας της χείρας, πριν γείνη ακόμη είκοσιν ετών;

Η Τέχνη φευγάτη από τις φυλακές του ρεαλισμού θα τρέξη να τον χαιρετήση και θα του φιλήση τα όμορφά του χείλη που λένε το ψέμα, ξέροντας πως αυτός μονάχα κατέχει το μεγάλο μυστικόν όλων της των εκδηλώσεων, το μυστικόν ότι η αλήθεια είναι εντελώς και απολύτως ζήτημα ύφους· ενώ η Ζωή — η φτωχή, η πιθανή, η δίχως ενδιαφέρον ζωή του ανθρώπου — η βαργιεμένη να επαναλαβαίνη τον εαυτό της προς όφελος του κ.

»Όταν συλλογίζουμαι κάποτε πως είσαι συ μαζί μου, πως μιλείς για όλα και δεν αφίνεις κρυμένη ούτε μια δίπλα της καρδιάς σου, νομίζω τότε πως είμαι ηχώ δική σου και πως είμαι τόσο φτωχή, ώστε να μην μπορώ να σου ξαναδώσω τίποτε. Κι όταν μου είπες πως δεν είναι έτσι, αιστάνθηκα πως είμαι τόσο ευτυχισμένη και τόσο πλούσια. Και γνωρίζω πως σου τα έδωσα όλα όσα μπορούσα να δώσω κι όλα όσα έχω.

Και πάλιν ίστατο σιωπηλός, βαστάζων ακίνητον την σακκορράφαν του και βλέπων προς τους ιστούς: — Τι να σου κάμη και η καϋμένη η 'ξαδέλφη μου, η μόνη συγγένισσά μου! Τι να σου κάμη η φτωχή και αυτή! διελογίζετο τότε ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, συνεχίζων τας σκέψεις του, τι να σου κάμη η ξενοδουλεύτρα!

Η απλή γλώσσα, αποκρίθηκε ο Λογιότατος, ώντας φτωχή και γεμάτη βαρβαρισμούς, δεν είναι καλή για να συγγράψουν σε ταύτην, καθώς τυχαίνει. Πρέπει λοιπόν να διορθωθή πρώτα, καθαρίζοντας την από τα ξένα αγκάθια, και ζυγόνοντας την όσο το δυνατόν στην ελληνική, να της δοθή η πρώτη μορφή της. Δεν θελά ήταν ωφελιμώτερος σκοπός από ταύτον, εφώναξε ο Γέροντας, αν ημπόρηγε να κατορθωθή.

Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν