United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ σπαθοκοπήματα ‘περνούσαν μεταξύ μας, ο κόσμος επερίσσευε κι' από τα δύο μέρη, κ' επλήθαινεν ο πόλεμος, ως την στιγμήν 'που ήλθεν ο πρίγκηψ, και μας 'χώρισε. ΜΟΝΤΕΚΑΙΝΑ Πού είναι ο Ρωμαίος; 'πέ μου τον είδες σήμερον; Πώς χαίρετ' η καρδιά μου που εις το μάλωμα αυτό εκείνος δεν ευρέθη.

Και πολλές φορές συνέβηκε να χυθή το γιατρικό κ' η σούπα επάνω της, γιατί κι αυτός κυττούσε αλλού Και περνούσαν οι νύχτες. . . Τι νύχτες ήταν εκείνες ! Δεν ήταν ο Νίκος που κοιμότανε στο πλευρό της; -τόσο βαθιά, τόσο βαθιά ! Γιατί δεν την έσφιγγαν τα δυνατά του χέρια σαν πρώτα; γιατί δε γύρευαν τα χείλια του τα δικά της; το ζεστό κορμί του το δικό της που κρύωνε αιωνίως ;. . .Αχ, η Πίκρα κ’ η Σιγαλιά κάθονταν άγρυπνες στο προσκέφαλό της και της έπιαναν τα στήθια και της πάγωναν τα χέρια ίσαμε τα νύχια. . και την καρδιά του Νίκου- Όλη η ζωή που της έμενε είχε μαζευτή αυτόν τον καιρό στα μάτια της: αυτά μιλούσαν, αυτά φώναζαν, αυτά έτρεχαν απάνω-κάτω και σηκώνανε χέρια παρακαλεστά, αυτά σπάραζαν και σβήνανε λιγόθυμα.

Και λέγανε ακόμα πως σαν εγέρασε πολύ και είδε μέσα στους χάρτες και τα βιβλία, πως ο Χάρος έρχεται να τονέ πάρη, αποθύμησε τη ζωή κι' αποζητούσε τους ανθρώπους κ' ήθελε να γνωρίση την αγάπη. Κι' όσοι περνούσαν μακρυά απ' τον πύργο τα μεσάνυκτα λένε πως άκουγαν μια ραγισμένη φωνή που τραγουδούσε λόγια της αγάπης. Αυτός ήτανε ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Τώρα κοιμάται κάτω απ' αυτό το μάρμαρο.

Ποιος τάχα να μ' εμπόδισε να πέσω μέσ' στον τάφο νεκρός κ' εγώ ναναπαυθώ στο πλάι εκείνης που ήταν στον κόσμο η καλλίτερη γυναίκα; Δυο ο Άδης ψυχές θα είχε αντί μιας, πιστά συνηνωμένες από μια πίστι ανίκητη, κι' η δυο μαζί τη λίμνη του κάτω κόσμου αχώριστες μαζί θα την περνούσαν. ΧΟΡΟΣ Εγώ είχα κάποιον συγγενή, που είχεν ένα μόνο παιδί μέσα στο σπίτι του, ο Χάρος του το πήρε.

Τόσο ο ίδιος όσο και ο Τζατσίντο περίμεναν να δούνε από τη μια στιγμή στην άλλη να φτάνει η Γκριζέντα, αλλά οι μέρες περνούσαν κι εκείνη δεν ερχόταν.

Όχι, εκείνη δε χόρευε, δε γελούσε, της ήταν αρκετό όμως να βλέπει τους άλλους να διασκεδάζουν επειδή είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε κι εκείνη να πάρει μέρος στο πανηγύρι της ζωής. Τα χρόνια όμως περνούσαν και το πανηγύρι της ζωής γινόταν μακριά από το χωριουδάκι, κι έτσι η αδελφή της η Λία, για να μπορέσει να πάρει μέρος σ’ αυτό, το ’σκασε από το σπίτι...

Ο Σβεν είταν ευχαριστημένος που είχε αρραβωνιαστικιά κ' είτανε τωραιότερο θέαμα, που μπορεί να φανταστή κανείς, όταν τα δυο παιδιά πιασμένα χέρι χέρι περνούσαν την αυλή κι ο ήλιος έπαιζε στα σγουρά μαλλιά τους, ή όταν ο Σβεν έσερνε τη Μάρθα στο μικρό της καροτσάκι και γύριζε πίσω αδιάκοπα να τη βλέπη.

Προς το βράδυ ο ουρανός ξεκαθάριζε, όλο το ασήμι των ορυχείων του κόσμου μαζευόταν σε μπλοκ και σε σωρούς στον ορίζοντα∙ αόρατοι εργάτες το δούλευαν, έχτιζαν σπίτια, κτίρια, ολόκληρες πολιτείες, κι αμέσως μετά τα χαλούσαν και ερείπια, ερείπια άσπριζαν τότε μες στο δειλινό, σκεπασμένα με χρυσή βλάστηση, με ροδόχρωμους θάμνους∙ περνούσαν κοπάδια από γκρίζα και μαύρα άλογα, ένα σημάδι κίτρινο έλαμπε πίσω από ένα διαλυμένο κάστρο και έμοιαζε να είναι η φωτιά κάποιου ερημίτη ή κάποιου ληστή που είχε καταφύγει εκεί πάνω: ήταν το φεγγάρι που έβγαινε.

Η είδηση τίποτα δεν έγραφε κι' ο Ρένας σκέφτηκεν ότι οι εφημερίδες του μέλλοντος δε θα έχουνε τις ατέλειες των τωρινών. Οι ώρες περνούσαν άεργες και παράξενες μέσα στο καράβι.

Σα λαγωνικά, που μυρίζοντας άξαφνα κυνήγι ζωντανεύει το μάτι τους και ξεχυμίζουν ανήσυχα και λαχανιασμένα από κάθε μεριά και πετούνε στον αέρα αλυχτήματα ανυπόμονα, έτσι χυμίζανε Τούρκοι κι Αράπηδες κατά τον δρόμο που περνούσαν οι παρθένες κ' οι νιόπαντρες του παθιασμένου νησιού. Με τη φοβέρα όμως ο αρχηγός ο Τουρκαρβανίτης τους παραμέριζε.