United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα, το παιδί αυτό, κινδυνεύει, δεν είναι καλά . . . Τους είπα, εγώ θα τρέξω κάτω στη χώρα, να πω του παπά, αν θέλη νάρθη, και σεις σαν ιδήτε πως δεν πάει το παιδί καλά, κι' αργώ εγώ να γυρίσω, τότε να το βουτήξετε σε μια λεκάνη με χλιο νερό τρεις φορές, και να πήτε «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος» . . . Είπα μια να πάρω το παιδί, να το τυλίξω καλά, και να σου το φέρω να το βαφτίσης, παπά μου . . . μόνε φοβήθηκα μην τελειώση στο δρόμο το παιδί, και πάη αβάφτιστο, και τότε θα το είχα στο λαιμό μου . . . Έτσι, απεφάσισα να 'ρθώ να σου πω, κι' όπως πης η Αγιωσύνη σου, έτσι να γείνη . . . Έφερα και το γαϊδουράκι μαζί, μην τυχόν θέλης για τα ιερά σου, και για καβάλλα.

Την κοίταξα καλά μέσα στα μάτια και της είπα: «Θεία Νοέμι, εγώ θα παντρευτώ την Γκριζέντα, επειδή μόνο η Γκριζέντα, φτωχή σαν κι εμένα, νέα και μόνη σαν κι εμένα, μπορεί να είναι η σύντροφός μου». Τότε η Νοέμι χλόμιασε σαν να ήταν νεκρή∙ φοβήθηκα και έφυγα. Έκλαιγα∙ σου το είπε; Έλα, Έφις, δεν με ακούς. Έλα! Να η θεία Έστερ.

Συλλογίστηκα να πατήσω τις φωνές, ίσως έρθη κανένας και με γλυτώση, μα φοβήθηκα μην τύχη κ' είταν κοντά και τρέξη ο γέρος και τον σκοτώσουν και κείνον. Άλλος κανένας στη γειτονιά δεν κατοικούσε τέτοια 'ποχή. Ύστερα φοβήθηκα να μη δέσουν και το στόμα μου. Είδα λοιπόν πως εδώ χρειάζεται πονηριά.

Εγώ, μωρέ, φοβήθηκα; Εγώ φοβήθηκα τη φουρτούνα; Απάνω στ άλμπουρο δε με είδατε, μωρέ; Δεν ανοίξατε τα στραβά σας να με ιδήτε; Τι σκούζετε το λοιπόν σα λυσσασμένα;

Μήπως μπορούσνα τη βλέπω πικραμένη, φαρμακωμένη, και να μην της γλυκάνω την ψυχή μ' ένα λόγο; Πρέπει να της έπεσε κανένα δυσκολονίκητο κακό, για να κλαίη, εκείνη που είταν ήμερη πάντα, χαρούμενη και συμαζωμένη. Τι είχε το παιδί μου, τι του έτυχε και δε μου έδειχτε πια σαν και πρώτα το σοβαρό του, το γλυκοσυλλογισμένο πρόσωπό του που χαμογελούσε; Φοβήθηκα και καρδιοχτυπούσα.

Δε θέλω πια νακούσω μήτε τόνομά τουΈκλαψα, γιατί λέει πως είναι δυστυχισμένος, πως τον πήρε ο καημός, και φοβήθηκα μήπως εγώ φταίω, μήπως του έδωσα αφορμήκαι δεν ταιριάζει. Μα πώς είναι δυνατό να είμαι η αιτία, αφού μήτε τον κοίταξα μήτε του είπα ποτές μου δυο λόγια; Δε γίνεται να πεθάνη για μένα κι ούτε μπορώ να το πιστέψω. Να τα ξεχάσουμε αφτά, να τα ξεχάσης όπως και γω θα τα ξεχάσω.

Εγώ λοιπόν εχύμισα καταπάνω του για να το πιάσω, επειδή φοβήθηκα μήπως με τα πηδήματά του σπάση τις σμερτιές και τις ροϊδιές. Μα εκείνο γλήγορα κ' εύκολα ξέφευγε και πότε έτρεχε κάτω από τις ροϊδιές και πότε κρυβότανε κάτω από τις παπαρούνες σαν περδικόπουλο.

Μας κέρασε μαστίχα ο χρυσόκαρδος ο καπετάνος, μας έκοψε καρπούζι, μας έφερε και καρύδια. Τάσπανε τα καρύδια με τα σιδερένια του δόντια ο καλότυχος, που λεγες κ' είταν παξιμαδάκια. Χαμογέλασε και μου είπε με τη βροντερή του φωνή πως φόβο δεν έχει, σαν άκουσε πως φοβήθηκα μην τύχη και σπάση τα δόντια του.

Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.

Η δε Γερακούλα διηγήθη τότε προς όλους το αστείον συμβάν του δειλού χωροφύλακος. «Χωροφύλακας, δασοφύλακας, να, ένας ξένος, δεν ξέρω» έλεγε. Αι δε νεάνιδες ανεκάγχασαν θορυβωδώς, ιδούσαι ότι το παρώνυμον, όπερ εμπαικτικώς απέδιδον εις αυτάς εν τη κώμη, εγένετο αφορμή να καταπλαγή ο ξένος. — Είπα να φωνάξω, εξηκολούθησεν η μήτηρ, αλλά φοβήθηκα, να σας πω. Ήτον ξένος. Πρώτη φορά τον είδα.