United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είνε προκοπή, είπεν αποφασιστικώς ο Στάθης ο Μπάζας· έλα να με καλουμάρετε κάτω, να ιδώ τι θα κάμω. . . . Η θειά-Αρετώ ήρχισε να κάμνη πολλούς σταυρούς, εξισταμένη διά τον τολμηρόν λόγον του βοσκού. — Πού να σε κατεβάσουν, γυιέ μ' Στάθη μ', έλεγε· πώς να σε κατεβάσουν! Πού θα πας; πού θα πατήσης;

Ο ντον Πρέντου πετάχτηκε επάνω ανασηκώνοντας τις άκρες από το καπότο του σαν να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τον υπηρέτη του, και κοιτάχτηκαν σαν δυο παλιοί φίλοι. «Λοιπόν; Λοιπόν;» «Λοιπόν;» «Ναι», είπε ο ντον Πρέντου παίρνοντας πάλι το λόγο πρώτος, «ο Τζατσίντο μου διηγήθηκε τα κατορθώματά σου, βλάκα. Βάλθηκες να κάνεις μια εύκολη δουλειά, ακαμάτη! Καλή δουλειά, βέβαια! Έλα, πάρε

Επλησίασα, έθεσα την χείρα μου επί της κεφαλής του και είπα μίαν ευχήν μεγαλοφώνως. Ότε ετελείωσα, έκαμε τον σταυρόν του και μου εφίλησε την χείρα. Δεν είσαι καλά εδώ, Χρήστε μου τω είπα. Έλα να υπάγωμεν εις του θείου σου. Δεν κατοικεί κανείς εκεί και θα είσαι καλλίτερα και ησυχώτερος. Ακολούθει με. Ηγέρθη εν σιωπή. — Δεν θέλω να με ιδή κανείς, είπεν ησύχως.

ΡΩΜΑΙΟΣ Είπε της το απόγευμα να εύρη ευκαιρίαν να έλθητου πνευματικού να την εξαγορεύση· κ' εκεί θα γείνη, 'ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου, και η εξομολόγησις και το στεφάνωμά μας. Ιδού διά τον κόπον σου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ούτε λεπτόν δεν παίρνω. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! έλα δα· παρακαλώ. Σου λέγω θα τα πάρης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Απόψε το απόγευμα; Καλά· εκεί θα ήναι.

Άλλως τε, ενώ πριν την συναντήση είχεν έτοιμα πολλά πράγματα πειστικώτατα να της είπη και να της παραστήση πόσον ευχάριστος θα ήτον ο βίος των εις τα βουνά, να έχουν όλον τον κόσμον υπό τους πόδας των και να ζουν μόνοι μακράν των ενοχλήσεων και της κακίας των ανθρώπων, εντελώς δε ελεύθεροι εις τον έρωτά των να διέρχωνται τας ημέρας των εις δροσερά λαγκάδια και ν' ακούουν μόνον τα κελαδήματα των πουλιών και τα βελάσματα των προβάτων, και ν' αναβαίνουν εις υψηλάς κορυφάς, από τας οποίας φαίνεται η χώρα και η θάλασσα, ο πλατύς κάμπος της Μεσαράς, ο Κοφινάς και ο Ψηλορείτης, όταν την έβλεπε τα ελησμόνει όλα και μόνον της έλεγε: — Έλα να φύγωμε, Πηγιό.

Δε μου λες πού τονε βρήκες το βασιλικό απούχες στ' αυτί σου; στον ποταμό τον ήκοψες γή στο πηλοφόρι εφύτρωσε; Έλα δα να δειπνήσωμε κύστερα θα σου δείξω 'γώ πόσ' απίδια βάνει ο σάκκος. Αλλ' η οργή του εξατμίσθη ολίγον κατ' ολίγον και εσβέσθη κατά μέγα μέρος εις τον οίνον με τον οποίον κατέβρεξε το δείπνον του.

Έλα λοιπόν, ώ τρυφερό σάρωθρο, που απ' την όμορφη τη δάφν' είσαι κομμένο, που καθαρίζεις την θυμέλη των ναών, κ' είσαι απ' τον κήπο των θεών τον ιερό βγαλμένο, εκεί όπου αγνές δροσές μουσκεύουνε τη γη και πάντοτ' αναβλύζουν απ' την αστείρευτη πηγή, και της μυρτιάς το φύλλωμα το ιερό δροσίζουν.

Κορύβαντες και Πάνες! ου! τώρα μου φορτώθηκε κι' άλλο κακό μεγάλο, χειρότερ' από τάλλο! Έλα μαζύ μου απ' εδώ και μη με κοροϊδεύης. ΝΕΑΝΙΑΣ Βρε θα με κομματιάσετε, κακός ψυχρός σας χρόνος! Β' ΓΡΑΥΣ Σ' εμέ ναρθής προστάζουνε του νόμου τα γραμμένα. Γ' ΓΡΑΥΣ Όχι κι' αν έβγη μια γρηά πειό άσχημη από σένα.

Μέσ' απ’ ταναφυλλητά της άκουγε: Να η Μικρούλα! Να η Μικρούλα ! να! Αυτή που έρχεται, Η παχουλή-η! κι ανάμεσα μπερδεμένον έναν άλλο σκοπό του Λανσιέ που της φαινόταν πως έλεγε: Έλα Λιόλια! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! – Και σα-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι ! Και-αι σά-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι Πάω μονάχος, πάω μονάχος.

Ω! ανεφώνησεν η ταλαίπωρος θαλαμηπόλος, και το επιφώνημά της εκείνο, όπερ εξέφραζε κόσμον ολόκληρον αισθημάτων, διέτρεξεν εν μια στιγμή όλην την κατιούσαν φωνητικήν κλίμακα. — Τι θα ειπή, ω! αφού θα σε πάρω, αφού όσα έχω είνε δικά σου, και όσα έχεις είνε δικά μου; — Ναι, αλλά . . . . — Έλα τόρα . . . ανοησίαις! Μ' αυτήν την μετοχήν ημπορούμεν να κάμωμεν παράδες, το ξεύρεις;