United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Σενατόροι, καθώς είπαμε, δεν είταν όλοι του Σενάτου· μερικοί τους μάλιστα κατοικούσαν τραβηγμένοι και στις Επαρχίες, κι αυτοί είναι οι Ονωράτοι , που πλέρωναν κάμποσο βαριά δοσίματα για το τιμητικό τους αξίωμα. Κάθε Σενατόρος του Σενάτου μπορούσε να διοριστή και Πραίτωρας . Πραιτώρους η Κωσταντινούπολη είχε στην αρχή δυο, μα με τον καιρό γένηκαν οχτώ.

Και όταν κατά τα χαράματα, βολτατζάροντας να εύρουμε τον καιρό επεράσαμε πάλι αποκεί, είδα το μπάρκο να κατεβαίνη στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά τη φωνή του σκύλου, να γαργαρίζη και να σβύνη μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του άνεμου τον βόγγο, σαν να μας έλεγε κ' εκείνος με παράπονο: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...

Κι όχι τότε μονάχα, παρά κι όσο εζούσανε, τον περισσότερο καιρό τον επερνούσανε σαν βοσκοί, λατρεύοντας τους θεούς, τις Νύμφες και τον Πάνα και τον Έρωτα, αποχτώντας παραπολλά κοπάδια πρόβατα και γίδια και νομίζοντας γλυκύτατη θροφή τα πωρικά και το γάλα. Μα και σε γίδα έβαλαν αρσενικό παιδί τους να βυζάξη και κοριτσάκι, που δευτερογεννήθηκε, τόκαμαν να πιή από μαστάρι προβατίνας.

Είχαν μακρυνή συγγένεια και επειδή ο απλός, ο απονήρεφτος Άνθιμος δεν τον εγνώριζε, εφιλιώθηκε μαζί του. Αυτό στην αρχή, οπού ο παππά Συνέσιος φορούσε προσωπίδα και δεν εφαινότανε ποιος είνε στ' αλήθεια, οπού εμπορούσε να γελάση εκατό σαν τον Άνθιμο, τον απλό και απονήρεφτο. Σε λίγο καιρό, κάποιος κάτι είδε και κάτι είπε σιγά σιγά, σκεπαστά ακόμα, όπου ο Άνθιμος είδησι δεν είχε.

Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μώλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Άη-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα.

Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου• «Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες! σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι• 245 και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση, 'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις, ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της, αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο, 250 αν εκτυπιόνταν με πολλούς• κ' είν' άτακτα όσα είπες. και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε• και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του• αλλά πιστεύω πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη 255 εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι».

Στη γενιά μας μαλώνουν τα δυο τους όλον τον καιρό, σαν το Αγαθό με το Κακό στον κόσμο. Πότε τόνα νικάει και πότε τ' άλλο. Με τη διαφορά πως όταν νικούν οι πρώτοι, απλώνουν τα σύνορά μας ίσαμε το Γάγγη. Μα όταν νικούν οι δεύτεροι... — Αφεντεύει ο ξένος μέσα στο σπίτι μας, εσυμπλήρωσε ο Δημητράκης. Για κακή μας τύχη και τώρα νικάνε οι δεύτεροι. Το σπίτι του Μορφόπουλου γέμισε από σοφιστείες.

Τώρα μου φαινόταν περισσότερο τερατώδης η αδιαφορία πούχα δείξει γιαυτήν τον τελευταίο καιρό, ενώ αυτή 'τον όλη αγάπη για μένα. Έπρεπε να υποφέρω και ν' αποθάνω ακόμη για την αναισθησία και την αχαριστία μου.

Νησιώται τινές από τα ύψη του Κάστρου, ιδίως από την ταράτσαν της Πόρτας εθεώρουν περιέργως την αποπλέουσαν «Γαλανομμάταν», η οποία χορεύουσα και πηδώσα έσχιζε τα κύματα μετά χάριτος ζηλευτής, εν ώ ήδη ανεμοστρόβιλος σχηματισθείς εις την κορυφήν του Πηλίου, ανετάραττε το πέλαγος, κατάμαυρον ηπλωμένον, ως πένθιμον σινδόνιον. — Δεν βλέπεις, αθεόφοβε, τον καιρό!

Το ξέρω. Όλα πρέπει να τελειώσουν μεταξύ μας. ΦΛΕΡΗΣΔεν είπα ποτέ τέτοιο λόγο εγώ. Μη με παρεξηγής.. ΛΕΛΑΔε σημαίνει, το καταλαβαίνω εγώ. Είσαι τώρα με την κόρη σου. Μια διαφορετική ζωή αρχίζει για σένα. Εγώ δεν έχω καμιά θέση μεταξύ σας. ΦΛΕΡΗΣΊσως για λίγο καιρό, Λέλα.