United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαυτό πια δεν είπε τίποτις ο Αγάς. Σηκώθηκε, τον αγκάλιασε, και πρόσταξε να φέρουν τα νταβούλια. Ύστερ' από λίγη ώρα, ξεκούφαιναν το χωριό νταβούλια και πιστολιές. Είταν το &σουννέτι του Μπραΐμη&. Το τι έγεινε στο έρμο το σπιτικό του Ηλία σαν έμαθαν οι γονιοί του πως τούρκεψε το παιδί τους, και παίρνει του Χασάνη την κόρη, είναι άλλη λυπητερή και μακρινή ιστορία.

Τέτοιο σύστημα έχουνε μερικοί ρεπορτέρηδες, και δεν είναι σωστό, γιατί έτσι δε σου δίνουν ιδέα σωστή για τον άθρωπο που τους μίλησε· δίνουνε συνάμα ιδέα λυπητερή και κείνου που άκουγε και που δεν καταλάβαινε, όσο κι αν του τα κοπάνιζες.

Οι καιροί εκείνοι της γενικής ανησυχίας και της ακαταστασίας μας παρουσιάζουν εικόνα λυπητερή, και μα την αλήθεια τρομαχτικιά. Λες άλλο ένα πάθημα, άλλη μια συφορά, και βούλιαζε μες στη βαρβαρωσύνη μια για πάντα ο κόσμος.

Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μώλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Άη-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα.

Ζητούσε έλεος, με τόσο λυπητερή και τρυφερή φωνή, που τη λυπηθήκανε και της είπαν: «Κόρη, για να θέλη η Βασίλισσα Ιζόλδη το θάνατό σου, η κυρία η δική σου και η δική μας, χωρίς άλλο, κάποιο μεγάλο άδικο της έχεις κάνει». Απάντησε: «Δε γνωρίζω, φίλοι. Μοναχά ένα άδικο θυμάμαι.

Οι εποχές έρχονται και πάνε με πρόσχαρην ή λυπητερή συνοδεία, και με πόδια φτερωμένα ή μολυβένια περνούνε τα χρόνια από μπροστά τους. Έχουν τη νιότη τους και την ανδρική τους ηλικία, είναι παιδιά και γερνούνε. Αυγή είναι πάντα για την Αγία Ελένη, ως ο Veronese την είδε στο παράθυρο. Μέσ' από τον ήσυχον αέρα οι άγγελοι της φέρνουν το σύμβολο του πόνου του Θεού.

Παράπλευρα του σπιτιού, ως δέκα βήματα μακριά, είχε είδος αχούρι, σιτοβολώνα, κι αμπάρι ο Μιχάλης για τις ελιές. Εκεί μέσα κρυφοχώνεται, κλειέται, κι απαντέχει τον Πανάγο, τηρώντας από τις χαραμάδες, να δη το τι θα κάμη. Θάμπη μέσα, ή θα πάρη ίσια το βουνό; Πότε του ερχόντανε γέλοια με την κουταμάδα του, και πότε ραγίζουνταν τα συκώτια του ανιστορώντας το τι λυπητερή δουλειά καταπιάστηκε.