United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέποντας αντίκρυ στη θάλασσα η Μαριγή, σφίχτηκε η ψυχή της, κόμπωσε ο λαιμός της, σα να της έλεγε η άπονη, η απέραντη η θάλασσα πως μια για πάντα θα τη χωρίση από τον τόπο της, από τα κόκκαλα των αγαπημένων της, απ' όλα όσα στον κόσμο λάτρεψε η καρδιά της.

Τι είναι τούτο, μάχαιρα, που βλέπω αντικρύ μου, με την λαβήν της προς εμέ.

Τρία ρίχνει στις Νεραϊδοσπηλιές, κάτι σταχτιές πέτρες που κρέμονται απάνω από τη χούνη του Λαχιού· άλλα τρία ρίχνει στον Κούνο ψηλά στο Παραδείσι και το φοβερότερο με βρισές και αναθέματα γυρίζει και το ρίχνει στον πάτο της θάλασσας αντίκρυ στο Τσιρίγο. Για τούτο σας λέγω πως τις φορτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι! Ακούτ' εμένα· τις κάνουν τα στοιχειά!...»

Μία γειτόνισσα, λάλος και φωνασκός, είχεν εγερθή πρώτη και αφύπνιζε διά των κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνίση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο σύζυγος της Νταραδήμος είχεν ανάγκην μοχλού διά να σταθή εις τους πόδας του. Η θύρα της οικίας των ήτο αντικρύ της του μπάρμπα-Διόμα.

Με τον κοφτερό του νου, με την ακαταπόνετη τόλμη του, με τους θετικούς του συλλογισμούς, με την αντρίκια και καταπειστική ρητορική του, έμοιαζε ο μικρός ο Αθανάσιος αντίκρυ στον Άρειο καθώς τα μικρά εκείνα μα φοβερά τορπιλλοφόρα της σημερνής εποχής ομπρός σε παμπάλαια φεργάδα. Άρχισε τον αγώνα του με ζήλο ηρωικό, κ' η νίκη του είναι ίσως η μεγαλήτερη δόξα της Χριστιανικής ιστορίας.

Μόναι σκηνικαί προπαρασκευαί ήσαν εξ ανάγκης τα έπιπλα του εστιατορίου, ο δε Τάλμας απήγγειλε τους γαλλικούς στίχους της ψυχράς του Ducis παραφράσεως. Εν τούτοις οι ακροαταί κατελήφθησαν υπό φρίκης. Δεν είχε χρείαν φάσματος άντικρύ του. Οι ιδόντες αυτόν έλεγον ότι έβλεπον το φάσμα εις τους οφθαλμούς και την φωνήν του ηθοποιού. Β'. &Ο Μάκβεθ.& &Χαίρε, ω Μάκβεθ! Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης&

Εκεί το νέβρο ο Πάρης 375 πίσω τραβάει του δοξαριού και ρήχνει, κι' η σαΐτα έτσι άδικα απ' το χέρι του δεν πήδησε, μον βρήκε το χτένι του δεξιού ποδιού, και διάβηκε ως αντίκρυ στη γης και μπήκε. Γέλασε με την καρδιά του ο Πάρης, κι' οχ την ποδόχη πήδηξε και τούπε φαντασμένα «Σε κάρφωσα, άδικα η ρηξά δεν πήγε!

Κάθισε στον καναπέ, ακκούμπησε στο χέρι το κεφάλι της και κύτταξε γύρω τα σωθέματα μ' ευχάριστο ξάφνισμα. Αντίκρυ το κρεββάτι ασπροντυμένο έμοιαζε μ' ανθισμένο αγιόκλημα. Σε μιαν άκρη ήταν στημένος αργαλειός με μισοϋφασμένο παννί και δίπλα η ανέμη έτοιμη να μασουρίση χρυσόγνεμα. Στον τοίχο κρεμόταν το δοξάρι και μια κιθάρα.

Αυτοί δε αντιταχθέντες, αφ' ού εκανονοβόλησαν ικανώς με δύο κανόνια, τα οποία διά νυκτός έστησαν αντικρύ του Ελληνικού στρατεύματος, ώρμησαν με προθυμίαν εναντίον των Ελλήνων.

Μα κώλωσε ο Ακάμας σαν είδε το γιουρούσι του, κι' αφτός το Βιλιονέα χτυπάει του μυριοπρόβατου Φόρβα 'να γιο, τον Τρώα 490 π' αγάπαε πιο πολύ ο Ερμής και τούχε βιος χαρίσει, τι η μάννα του μοναχογιό τον έκανε μαζί του· αφτόν στη ρίζα του ματιού κάτου απ' τα φρύδια τότες βαρώντας, τούβγαλε το φώς· και πέρασε ο χαλκός του το μάτι, κι' όξω διάβηκε ίσα ως στο σνίχι αντίκρυ. 495 Κι' έκατσε χάμου, απλώνοντας ο νιος τα διο βραχιόνια.