United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΦΙΝΤΗΣ εργοστασιάρχης Ο ΣΤΑΥΡΟΣ γιος του. Η ΑΝΝΟΥΛΑ κόρη του, 1415 χρόνο. Η ΓΙΑΓΙΑ των παιδιών, πεθερά του Φιντή. Πόρτα στο βάθος• άλλες πόρτες, δεξιά κι αριστερά, που φέρνουνε στις άλλες κάμαρες κ' ένα παράθυρο που βλέπει στο δρόμο. Ο Φιντής διαβάζει μόνος μια εφημερίδα. ΥΠΕΡΕΤΗΣ Κάποιος σας ζητά, κύριε, από το εργοστάσιο. ΦΙΝΤΗΣ Εμπρός. Επιτρέπετε, κύριε Φιντή;

Σε λίγο ο Μαθιός με τη στίβα τα γράμματα στα χέρια ξεκίνησε για τη διανομή. Στο δρόμο κοντοστάθηκε, δεν ήθελε να περάση από το σπίτι του Λαλεχού. Φοβότανε τις κακοτοπιές. Μα τι να κάμη; Εκεί δίπλα είχε να δώση γράμμα. Δεν μπορούσε να κάμη αλλοιώς. Έκαμε κουράγιο και τράβηξε. Από μακρυά το μάτι του πήρε την Ουρανίτσα στο παράθυρο. Έκαμε να στρήψη το σοκάκι, μα ήταν αργά.

Στον καταγάλανο ουρανό δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο διαυγής που επάνω στα βράχια του Κάστρου φαίνονταν οι πέτρες που γυάλιζαν και ένα κενό παράθυρο στα ερείπια, που άνοιγε στο γαλάζιο του ουρανού ανάμεσα στον κισσό που το περιέβαλε σαν γιρλάντα.

Μονάχα ο γέρος ο Θεός, σαν έσκυβε και τους καμάρωνε απ' τα ουράνια, μετανοούσε που είχε χωρίσει μια ψυχή σε δυο κομμάτια και πάλι θαύμαζε το θάμα του στης ομορφιάς και της καλοσύνης το ξαναταίριασμα. Ο Πέτρος κ' η Μαρία είχανε μια ψυχή. Κ' η ψυχή τους είχ' ένα φως. Και το φως των ουρανών έμπαινε και πλημμύριζε τα δυο κορμιά τους από ένα παράθυρο.

Άμα λοιπόν ζορίστηκε η Βερίνα στα 479, μαζεύουν οι φίλοι της Λεοντίας μερικούς πλερωμένους, κ' ένα μεσημέρι, εκεί που σύχαζαν όλοι με το λιοπύρι, πέφτουν καταπάνω στο παλάτι. Μόλις πρόφτασε και πήδηξε από παράθυρο ο Ζήνωνας και γλύτωσε. Φίλος όντας του βασιλέα τότες ο Ίλλος, ξεκινάει από τη Χαλκηδόνα με μερικούς Ισαύρους και σταματάει το κίνημα.

Ήταν ευχαριστημένος, ύπνος όμως δεν του πήγαινε και χωρίς να θέλη έπεσε εις συλλογισμούς, από τους οποίους τον εύγαλε, μετά κάμποση ώρα, το καμπανάκι που εκαλούσε τους καλόγερους στην εκκλησιά να διαβάσουν και 'να προσευχηθούνε. Ο παππά Συνέσιος επλησίασε στο παράθυρο. Τα άστρα εφεγγοβολούσαν ακόμα και ο 'γουμενος είδε τα γεροντάκια σαν σκιές, να πηγαίνουν στο ναό μέσα.

Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να βοηθά τη γυναίκα μου στα συγύρισμα αυτής της κάμαρας, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πειράζη τίποτε κει μέσα. Όλα έπρεπε να τα κάνη μόνη. Κρέμασε λευκές κουρτίνες στο μικρό παράθυρο και στο άδειο του παράθυρου πίσω από τις κουρτίνες έβαλε ένα τραπέζι.

Το φεγγάρι ψηλά από το μικρό παράθυρο πάνω από το σεντούκι έριχνε μια ασημένια λωρίδα φωτός που έφτανε μέχρι το ξερακιανό της στήθος και από το άνοιγμα του πουκαμίσου φαινόταν το χρυσό νόμισμα περασμένο στο δερμάτινο κορδόνι που είχε πια μαυρίσει. Ο Τζατσίντο όμως δεν έμεινε ικανοποιημένος.

«Θα κάνη όλες τις δουλιές, ναι· θ' ακούη τα λόγια της κυρίας της· θα δέχεται τις παραξενιές του κυρίου· θα είνε καθαρή, λιγόλογη και τίμια. Μα... θα βγαίνη στο παράθυρο συχνά, θα βγαίνη και στους δρόμους συχνότερα... Συχνότερα στους δρόμους; η κυρία Μαχαλά ανησύχησε. Τι την ήθελε λοιπόν; Δούλα θάμπαζε ή κυρά; Άναψε, φουρκίστηκε· έβρισε την Αστυνομία, τους δουλομεσίτες, την εποχή μας.

Κι’ η Κόρη η πολυγύρευτη, γροικώντας τη φωνή του, Και το γλυκό τραγούδι του, που χύνονταν καθάριο, Σα βρύση γαργαρόνερη οε μαρμαρένια γούρνα, Πετιέται στο παράθυρο, σα διψασμένο αλάφι, Να ιδή τον νιον οπώρχονταν γυναίκα να την πάρη, Κι’ άμα τον είδε στου θεριού τη ράχη καβαλλάρη, Με τ’ αγριόγιδα μπροστά, με τα λιοντάρια πίσω, Βγάζει την αρραβώνα της, την πολυγυρεμένη, Που χίλιοι την εγύρευαν και χίλιοι την ζητούσαν, Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλήν αγάπη, Και του τη ρίχνει από ψηλά με το δεξί της χέρι.