United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Η στρατηγική του δάσους που προσπαθεί χρόνια και χρόνια να κυριέψει το βουνό, μοιάζει με τη στρατηγική των ανθρώπων που αγωνίζονται να κυριέψουνε τη ζωή. Αν φτάσουνε στην κορυφή, η ζωή τους γίνεται πράσινη, γεμάτη ελπίδα δηλαδή.,, Ο κουτός γραφέας ήρθε τη Δευτέρα το πρωί στο καράβι από τη στεριά, καταχαρούμενος και ευτυχισμένος.

Ο λοστρόμος τράβηξε, σαλτάροντας άθελα από το μπότζι, κατά την πλώρη. Οι ναύτες τρέξανε στους στίγκους, άλλοι στα μαντάρια και στα μπράτσα. Η φωνή του λοστρόμου πνιγότανε μες στη βοή του άνεμου. Οι ναύτες είδαν κ' έπαθαν να μαζέψουν τα πανιά, με την ψυχή στα δόντια. Τέτοιο λυσσασμένον καιρό, χρόνια είχε να ιδή ο Καπετάν-Μοναχάκης μήνα Σεπτέμβριο. Η θάλασσα βουνό.

Ποτέ δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά· τότε μόνον επήγαινε μαζί των, όταν ο παππούς τον έστελνε κάτω από το βουνό να πωλήση εμπόρευμα και ο Ρούντυ δεν έτρεφε καμμίαν ιδιαιτέραν αγάπην εις το εμπόριον· εκείνο διά το οποίον ησθάνετο ευχαρίστησιν, ήτο να αναρριχάται επάνω εις τα βουνά ή να κάθεται κοντά εις τον παππούν του και να τον ακούη να του διηγήται για τα παληά τα χρόνια και για τους ανθρώπους, που κατοικούν τον γειτονικόν τόπον Μάιρινγκεν, που ήτο ο γενέθλιος του παππού τόπος.

Το βουνό Κοράσι, το βουνό Ουντέ, η Μπέλα Βίστα, η Σα Μπαρντία, ο Σάντου Γιουάνε Μόντε Νου υψώνονταν με τις κορυφές τους φωτεινές σαν να ήταν πέταλα ενός τεράστιου λουλουδιού ανοιχτού στο πρωινό και ο ουρανός ο ίδιος φαινόταν να σκύβει χλωμός και συγκινημένος επάνω σε τόση ομορφιά. Μόλις πρόβαλε ο ήλιος όμως η μαγεία χάθηκε.

Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η συντροφιά βρίσκονταν τρεις ώρες μακρυά από τα Γιάννινα. Είταν Αύγουστος μήνας και το νυχτοπερπάτημα πλειο ευχάριστο. Από λίγο-λίγο ο ήλιος καταίβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του Μακρυαλέξη, σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη.

Οι βιολιτζήδες κατέβαιναν απ' το βουνό, με τα όργανα τυλιγμένα μέσα σε μαβιές, πάνινες θήκες, κάτω απ' τη μασχάλη, σκονισμένοι, βιαστικοί, να φθάσουν κάτω στο γυαλό. Γύριζαν ψηλά απ' το χωριό ξενυχτισμένοι σε ξεφαντώματα.

Φρύγανα από το βουνό φέρνουν τα παιδιά. Τις αγελάδες του χωριού και τ' άλογα τα παίρνουνε δυο τρία παλληκάρια πρωί πρωί και τα βόσκουν. Πλανιώνται όλη μέρα τα ζώα στα λιβάδια, κι ακούς τα κουδουνίσματα τους στη σιγαλιά. Το βράδι τα γυρίζουν στο χωριό οι αγελαραίοι, κοπαδιαστά. Βοσκοί στο βουνό βόσκουν τα γιδοπρόβατα.

Κατεβαίνει, πηγαίνει στο πηγάδι, ποτίζει τα λουλούδια και ενώ το γλυκό άρωμα από τις βιόλες ανακατεύεται με την αψιά μυρωδιά του φλόμου, τα πρώτα αστέρια ανεβαίνουν πάνω από το Βουνό. Η Λία πάει να καθίσει ψηλά στη σκάλα, με το χέρι στην τριχιά και τα μάτια καρφωμένα στο μισοσκόταδο. Η Νοέμι την θυμόταν πάντοτε έτσι, όπως την είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο.

»Όλα τ' αφίνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω. Και τώχω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα Αυτήν την έρμη την πορειά με το κορμί να φράξω. Ευχαριστώ σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα Και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου. Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση Και στοίχειωσε κάθε κλονί από τα χώματά μου Να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.» »Θέ μου!

Πάω μ’ άλλη στο βουνό. . . Αχ πόσο πολύ το ήθελε ! Και πάλι, έναν τόνο πιο ψηλά: Έλα Λιόλια ! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! Και σά-α-άν το θες, μη ντρέ-ε-έπεσαι ! – Και-αι σάν-α-άν το θες, μην ντρέ-ε-έπεσαι ! – Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Πάμε, πάμε στο βουνό . . . .