United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πατήρ της πάλιν ο γέρων αλιεύς είχε μεν θέσιν, ίστατο, καθώς είπεν εκείνη η εξ οικογενείας γυνή, εκεί όπου άπλωνε τα δίκτυά του· αλλά τα δίκτυά του ήπλωνεν απ' έξω, επί του τοίχου του ναού, καρφώσας ήλους κατά σειράν εγγύς της εισόδου, κ' εκεί τωόντι ίστατο και ο γέρων κατά την λειτουργίαν, ουδέποτε εισερχόμενος εντός του ναού· ως να ήτο και αυτός μόλυβδος ή φελλός, προσκεκολλημένος επί των μεταξωτών δικτύων του.

Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε· την έβανε καπνοσακκούλα, ούτε· την ετραβούσεν από πάνω, από κάτω· την εμάζωνε, την άπλωνε, τίποτα! Τέλος την επέταξεν απελπισμένος, έφυγε και ακόμη την νομίζει μυστήριο! Άλλη μια φορά εκίνησε να πάη να πειράξη τη γυναίκα.

Και πέρα ακόμα, ακόμα πέρα, μες απ του λόγκου τα σκοταδερά τρίσβαθα που ίσκιοι βαριοί τα πλάκωναν και φεγγάρι δεν τα διαπερνούσε, άπλωνε ολόγυρα, στους κρύους της νύχτας κόρφους βαθυηχούσε θλιβερό, νανουριστό, πένθιμο, κλαψερό το μυστικό παράπονο του Γκιώνη·Γκιω! Γκιωώ! Γκιωωώ ! .

Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ' αφέντη του, και τη στιγμή που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρη τη γεμάτη σακκούλα, το στόμα του πιστού σκυλλιού του τ' άρπαξε. Σκυλλί και φονιάς πάλαιβαν ο ένας με το φονικό μαχαίρι κι' ο άλλος με τα δόντια.

Τι έγινεν όμως τόσον καιρό; πού επήγε, πού εστάθηκε, πώς ευρήκε το παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ. Το παιδί μου έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ' άλλο. Και αν εθάρρευε κανένας γέροντας κάποια γριά και τον ερωτούσε καταπού επέρασε τη ζωή του, αυτός εσούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κ' έλεγεν αόριστα και μυστικά: — Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα.

Εκάθητο δε εις την τράπεζαν η γυναίκα του γεωργού και ένας καλόγηρος· η νοικοκυρά έχυνε κρασί εις το ποτήρι του καλογήρου, εκείνος δε άπλωνε το πηρούνι του εις το ψάρι, και εφαίνετο ότι το νοστιμεύεται. — Αχ, να είχα και εγώ κομμάτι, είπε μέσα του ο μικρός Κλώσος, και έσκυψε διά να βλέπη καλλίτερα, και είδε παρέκει μίαν ωραίαν πήταν. — Ψυχή μου! Τι ωραίον συμπόσιον!

Ο Λέντζος σταμάτησε το μουλάρι κι' έβγαλε ένα τσιγάρο, κ' ενώ άπλωνε να το δώση του Φετάνη, αυτός αντί να πάρη το τσιγάρο, του δίνει μια βαθειά μαχαιριά στα πλευρά! — Άπιστο σκυλλί, μ' έφαγες! Πρόφτασε μόνο να ειπή ο Λέντζος κι' έπεσε καταγής νεκρός.

Αυτό άρεσε του Σβεν περσότερο από όλα κι αυτά πήρε η μαμά από την εταζέρα απάνω στη χαρά της καρδιάς της και το έδωσε του Σβεν, αντί να του δώση το ξύλο που του έταξε. Μα ο Σβεν δεν άπλωνε τα χέρι να τα πάρη. — Μπορεί να το σπάσω, είπε. Και θα θυμώση ο μπαμπάς. Όμως δεν ξεχνούσε ποτέ πως το σκυλάκι είτανε δικό του. Και κάποτε, όταν είταν κανείς ξένος στο σπίτι, μιλούσε γι' αυτό.

Κι' έκραξε ο γέρος, κι' άπλωνε σπαραχτικά τα χέρια «Έχτορα, μη μου καρτεράς, παιδί μου, αφτό το σκύλο μονάχος έτσι αβοήθητος, μη χάσεις τη ζωή σου, παιδί μου, απ' το κοντάρι του, γιατί είναι ανότερός σου... 40 τ' άγριο θεριό! που έτσι οι θεοί τόση όση εγώ ναν τούχαν αγάπη!

Πλουμιστά φελόνια στην παραμικρή αφορμή. Ως και τα γένεια του γυάλιζαν. Και σαν έβγαινε να δώση ταντίδωρο, άπλωνε το μαλακό του χέρι κ' έδινε ξεχωριστό κομμάτιθα μου πης σε ποιόνα; στον επίτροπο; όχι· στην επιτρόπισσα! Σαν τέλειωνε η λειτουργιά, άρχιζε το ζιαφέτι στου κυρ Θωμά, του επιτρόπου. Σκόλη δεν περνούσε, που να μην τον έχη καλεσμένο ο κυρ Θωμάς.