United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν έβγαζ' ένα λόγο τρυφερό, τα ρήματα, αι πτώσεις και τα γένη δεν τάφιναν για έρωτα καιρό, κι' εκείνη σπαρταρούσε λιγωμένη . . . η καϋμένη! Μα είδε δα κι' αυτή πως χωρατά σε δάσκαλο δεν πάνε σαστισμένο, κι' έπαυσε χάδια πια να του ζητά, και μόνο του τον άφινε κλεισμένο . . . τον καϋμένο!

Σε λίγο, ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν ντύθηκαν σαν προσκυνητές, πήραν ρόπαλα και κάπες, σα νάθελαν να πάνε να προσκυνήσουν τ' άγια λείψανα σε μακρυνό τόπο. Απεχαιρέτισαν τον Δούκα Χοέλ. Ο Τριστάνος πήρε μαζύ τον Γκορνεβάλη, κι' ο Καερδέν έναν ιπποκόμο μοναχά. Μυστικά, αρμάτωσαν ένα καράβι κι' αρμένισαν για την Κορνουάλλη.

Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ' εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν ύστερα να τους βρούνε. Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς.

Σαν είδαν που την είχε τόρα ο λοχίας άσκημα μες τη στενή σκοπιά που τον απόκλεισαν, τους φώναζε και ο Βλαχογιώργος ολοένα, «Τι τους φυλάτε ουρέ! σκυλιάέριξαν όλοι στον αέρα μονομιάς δυο μπαταριές κ' εφώναξαν &Στα όπλα&! Ετρόμαξαν οι κατάδικοι στις βροντερές τις μπαταριές, μην τους βαρέσουν στα καλά και πάνε σα σκυλιά σταμπέλι.

Το να τις θαυμάζη κανείς τώρα είν' ένα διακριτικό σημάδι επαρχιωτισμού στην ιδιοσυγκρασία. Χώρια που όσο πάνε και χειροτερεύουν. Χθες η κυρία Arundel επέμενε να πάω στο παράθυρο και να κυττάξω τον ουρανό στη δόξα του, καθώς είπε. Βέβαια και δεν μπορούσα να μην πάω να ιδώ. Η κυρία Arundel είναι μια από κείνες τις ψευτόμορφες Φιλισταίες, που δεν μπορεί κανείς τίποτε να τους αρνηθή.

Αλλ’ ό, τι θέλ’ η Μοίρα μου η κακή μου Μοίρα, λέγω, ας μη μείνη ατέλεστο. Δεν θέλω, Κρέων, φροντίδα για τ’ αρσενικά τέκνα να λάβης. Άνδρες θα γείνουν. Το ψωμί δεν θα τους λείψη όπου κι αν πάνε.

Στις επαρχίες τις πάνε στην ταβέρνα· στο Παρίσι τις σέβονται, σαν είναι ωραίες, και τις πετούνε στα σκουπίδια, σαν πεθαίνουνε. — Τις βασίλισσες στα σκουπίδια! είπε ο Αγαθούλης. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος. Ο κύριος αββάς έχει δίκιο. Ήμουνα στο Παρίσι, όταν η δεσποινίς Μονίμη πέρασε απ' αυτή τη ζωή στην άλλη.

Από πίσω τα σκυλιά ουρλιάζανε ακόμα, τον κυνηγούσανε με τις φωνές τους, ως που χάθηκε απ' τα μάτια τους. Ο Μιχαληός ο Μακαράς ξαναγύρισε στον καφενέ. — Κακός μπελλάς! είπε ξαναπαίρνοντας το σκαμνί του δίπλα στον Καπετάν Γιάννη τον Μελαχροινό. Κακός μπελλάς. Από τότε που τούστρηψεπέντε χρόνια πάνε τώραπες πως έχουνε λείψανο μες στο σπίτι του. Καθημερινό λείψανο.

Δεν είχε κάμει δυο λεύγες και να τέσσερις άλλοι ήρωες έξ ποδιών ύψους τον πλησιάζουν, τον δένουν και τον πάνε σε μια φυλακή. Τον ρωτήσανε δικαστικά τι προτιμούσε καλύτερα: να ραβδισθή τριανταέξ φορές από όλο το σύνταγμα ή να δεχθή με μιας δώδεκα μολυβένιες σφαίρες στο κρανίο.

Εφτά τριπόδια απύρωτα, δέκα χρυσού κομάτια, λεβέτια ως είκοσι λαμπρά, γερά άτια βραβεμένα 265 δώδεκα, π' όλα κέρδισαν στο τρέξιμο βραβεία. Φτωχός δε θάναι ο άθρωπος που θε του πάνε τόσα, άδιο δε θάναι από χρυσό και βιος τ' αρχοντικό του αν έχει όσα του κέρδισαν τ' αλόγατά του πλούτη.