United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο Βασιληάς Μάρκος, συλλογιζότανε τα περασμένα, κ' έλεγε μέσα του: «Μεγάλη γνώσι δείχνει τούτο το σκυλί που κλαίει έτσι τον αφεντικό του. Μήπως δα υπάρχει κανείς σ' όλη την Κορνουάλλη που ναξίζη το νύχι του ΤριστάνουΤρεις βαρώνοι ήρθαν στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, διατάχτε να λύσουν τον Χουσδάν. Θα ιδούμε αν κάνη έτσι γιατί πεθυμάει τον κύριό του.

Οχτώ μέρες, οχτώ νύχτες, έσκισαν τα κύματα, και με φουσκωμένα πανιά αρμένισαν για την Κορνουάλλη. Οργή γυναίκας, τρομερό πράγμα: και καθένας ας φυλάγεται. Όπου μια γυναίκα αγαπάει πειο πολύ, κει θα εκδικηθή πειο σκληρά. Γρήγωρα έρχεται η αγάπη στης γυναίκες, γρήγωρα και το μίσος. Κ' η έχθρα τους, άμα έρθη μια φορά, βαστάει πειο πολύ, παρά η αγάπη.

Τριστάνε, αγαπημένε ώμορφε φίλε, όταν ο Μόρχολτ ήρθε στον τόπο μας για ν' αρπάξη τα παιδιά μας, κανένας από τους βαρώνους μας δεν ετόλμησε να ζώση τ' άρματα, κι' όλοι, σαν τους μουγγούς, έμεναν αμίλητοι. Και μοναχά συ, Τριστάνε, πολέμησες για όλους μας, για όλη την Κορνουάλλη, και σκότωσες το Μόρχολτ. Και λίγο έλειψε να πεθάνης από της πληγές που σούδωκε με το φαρμακωμένο σπαθί του.

Αλλοίμονο! δυο ολόκληρες χρονιές, κανένα νέο δεν τούρθε από την Κορνουάλλη, ούτε καλό ούτε κακό. Τότε πίστεψε ότι η Ιζόλδη δεν τον αγαπούσε πεια και τον λησμονούσε. Λοιπόν συνέβηκε μια μέρα, καθώς εκάλπαζε με μόνο τον Γκορνεβάλη, να μπη στη χώρα της Βρεττάνης. Πέρασαν μια πεδιάδα λεηλατημένη.

Σε λίγο, ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν ντύθηκαν σαν προσκυνητές, πήραν ρόπαλα και κάπες, σα νάθελαν να πάνε να προσκυνήσουν τ' άγια λείψανα σε μακρυνό τόπο. Απεχαιρέτισαν τον Δούκα Χοέλ. Ο Τριστάνος πήρε μαζύ τον Γκορνεβάλη, κι' ο Καερδέν έναν ιπποκόμο μοναχά. Μυστικά, αρμάτωσαν ένα καράβι κι' αρμένισαν για την Κορνουάλλη.

Μολαταύτα ο Βασιληάς εκήρυξε σ' όλη την Κορνουάλλη ότι εντός τριών ημερών, στον Πόρο του Κινδύνου, θάκανε συμβιβασμό με τη Βασίλισσα. Κυρίες και ιππότες, πλήθος, έτρεξαν για την τελετή. Όλοι επιθυμούσαν να ξαναϊδούν τη Βασίλισσα Ιζόλδη, όλοι την αγαπούσαν, εκτός από τους προδότες, τους τρεις που ζούσαν ακόμη.

Το δηλητήριο απλώνεται στο σώμα του. Πρασινίζει. Αρχίζουν να φαίνονται τα κόκκαλά του. Αισθάνθηκε ότι έφευγε η ζωή του. Κατάλαβε ότι πέθαινε. Θέλησε τότε να ξαναϊδή την Ιζόλδη την Ξανθή. Μα πώς να πάη ως εκεί; Στην αδυναμία που βρίσκεται, η θάλασσα θα τον σκότωνε. Κι' άλλωστε κι' αν έφτανε ακόμη στην Κορνουάλλη, πώς θα γλύτωνε από τους εχθρούς του; Θρηνεί.

Όταν ο Τριστάνος γύρισε στην καλύβα του δασοκόμου Όρρι, κ' έρριξε μακρυά το ραβδί και την κάπα του προσκυνητή, αισθάνθηκε βαθειά στην καρδιά του ότι ήρθε η ώρα να κρατήση το λόγο που είχε δώσει στο Βασιληά Μάρκο, και να φύγη μακρυά από την Κορνουάλλη. Τι χασομερούσε ακόμη; Η Βασίλισσα είχε δικαιλογηθή, ο Βασιληάς την αγαπούσε, την τιμούσε.

Όταν γύρισε ο Τριστάνος, ο Μάρκος και όλοι του οι βαρώνοι είχαν μεγάλο πένθος. Γιατί ο Βασιληάς της Ιρλανδίας αρμάτωσε μεγάλο στόλο για να λεηλατήση την Κορνουάλλη, αν ο Μάρκος εξακολουθούσε ν' αρνιέται, όπως τώκανε δω και δέκα πέντε χρόνια, να πληρώση ένα φόρο που έδιναν τον παληό καιρό οι πρόγονοί του.

Στους παληούς καιρούς, βασίλευε στην Κορνουάλλη ο Βασιληάς Μάρκος. Μαθαίνοντας ότι οι εχθροί του τού έστησαν πόλεμο, ο Βασιληάς του Λοοννουά ο Ριβαλάν, πέρασε τη θάλασσα για να του φέρη βοήθεια. Τον εβοήθησε και με το σπαθί και με τη συμβουλή, σαν υποτελής, — τόσο πιστά, που ο Μάρκος τούδωσε γι' αμοιβή την αδελφή του, την ωραία Μπλανσεφλέρ, που ο Βασιληάς Ριβαλάν αγαπούσε μ' έναν υπερκόσμιο έρωτα.