United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη με το χέρι όλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει ένας ούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση. Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του Αδμήτου Εάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμένα μα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάλη και τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάση. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Κι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία; και πώς θα τηνε στερηθή τέτοια καλή γυναίκα;

Το Βαγγελιό ξαναγύριζε στην καρδιά μου κιόπως ήτο, άρρωστη κι' ασχημισμένη, φρικτή μάλιστα, κατά την εικόνα που μούδωκαν κείδα, την αγαπούσα πάλιν. Αλλά και πάλιν ήτο διαφορετική η αγάπη μου. Αγάπη από πόνο. Την αγαπούσα τώρα διότι έπασχε, διότι είχαν μαραθή η νιότη κη ωμορφιά της και σε λίγον καιρό θα πέθαινε. Κι' αυτά εξ αιτίας της μάνας μου, εξ αιτίας εμένα του ίδιου.

Ο Σβάντε περπατούσε στα δάχτυλα μέσα στην κάμαρα του αρρώστου κ' η καρδιά του είταν γεμάτη από το αφάνταστο: πως θα πέθαινε ο μικρός αδερφός. Έστεκε ακίνητος πολλή ώρα και τον κοίταζε ή έσκυβε και του φιλούσε το μάγουλο. Κι όταν η μαμά συνήρθε από τη λιποθυμία της και μπήκε μέσα, πήγε και της αγκάλιασε το λαιμό με τα δυο του χέρια.

Πιος τάχα λες τους έβαλε θεός να λογοφέρουν; Του Δία ο γιος και της Λητός, που με τον Αγαμέμνο θύμωσε κι' έρηξε κακή μες στο στρατό πανούκλα, 10 και κόσμος πέθαινε, γιατί στο λειτουργό το Χρύσα δε θέλησε τ' Ατρέα ο γιος λίγη σπλαχνιά να δείξει.

Αν πέθαινες εσύδεν μπορώ να το στοχαστώ. Μα αν πέθαινε ο Σβεν, δε θα μπορούσα να ζήσω πια. Πολλές φορές σκέφτηκα να σου το πω. Γιατί ήθελα να το ξέρης. Μου άπλωσε το χέρι και τα μάτια της γυρέψανε τα δικά μου, σα να ήθελε να μου ζητήση να τη συχωρέσω γιατί πίστευε πως μπορούσε να ζήση χωρίς εμέ. Κι άμα σβήσαμε το φως, έμεινα πολλή ώρα άγρυπνος και στοχαζόμουνα τα λόγια της.

Είτανε μια ταραχή γεμάτη ήσυχη δύναμη, μια μεγάλη έκρηξη, που είχε κάτι από την αναγάλια της ζωής. Εμπρός στην ταραχή αυτή η δική μου ησύχασε κ' ενώ κρατούσα το χέρι της γυναικός μου αιστάνθηκα πως κ' οι δυο βαδίζαμε προς τη θάλασσα και φτάσαμε σ' αυτή από χωριστούς δρόμους. Δεν προφέραμε λέξη, μα στεκόμαστε αυτού πολλή ώρα και μέσα μας πέθαινε ό,τι είχε υπάρξει εκεί.

Έβλεπα τον εαυτό μου σαν άλλο πρόσωπο, έβλεπα πως έβαζα κρέας στο πιάτο μου, το έκοβα και προσπαθούσα να φάω. Όλη την ώρα στοχαζόμουνα ένα μόνο: το αμάξι που δεν ερχότανε, Θεέ μου! Το αμάξι δεν ερχότανε και στο σπίτι πέθαινε το παιδί μου και δεν μπορούσα να το προφτάσω.

ΑΠΟΛΛΩΝ Αλλά κι' αν πέθαινε γρηά πάλι θα τηνε θάψουν μ' ακόμη περισσότεραις τιμαίς.... ΘΑΝΑΤΟΣ Ας είναι• βλέπω πως τώρα με τους δυνατούς πηγαίνεις και συ, Φοίβε. ΑΠΟΛΛΩΝ Τι είπες; Δεν το ήξερα πώς τον σοφό μας κάνεις. ΘΑΝΑΤΟΣ Όσοι πεθαίνουν γέροντες κάτι, θαρρώ, κερδίζουν. ΑΠΟΛΛΩΝ Ώστε το απεφάσισες; Τη χάρι δεν μου κάνεις; ΘΑΝΑΤΟΣ Όχι• Τον χαρακτήρα μου καλά τονε γνωρίζεις.

Την άφησα κ' έπειτα από μια στιγμή βυθίστηκα σ' έναν ύπνο, όμοιο με θάνατο. Πριν περάση η άλλη μέρα, γνωρίζαμε πως δεν υπήρχε σωτηρία και πως ο μικρός Σβεν θα πέθαινε. Η βεβαιότητα έπεσε απάνω μας σα βαρύ χτύπημα, γιατί όλον τον καιρό πρωτήτερα δεν πάψαμε να ελπίζουμε.

Αυτό κράτησε όμως μια στιγμή μόνο, και να που την κάλυπτε και αυτή ένα πέπλο, έχανε τη δύναμή της, ξαναγινόταν φάντασμα και ο Έφις ένοιωσε πόνο, λες και ήταν ο Τζατσίντο που πέθαινε και όχι εκείνος. «Έφις, έλα, έλα! Τι κάνεις; Δε μου μιλάς; Για σένα έχω έρθει, ξέρεις. Είμαι εδώ. Δεν θέλανε να μ’ αφήσουν να μπω κι εγώ πήδησα τον τοίχο. Έλα, κοίταξέ με