United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή εφαίνονταν πως, έστεκε με προσοχήν εις το να αφηκράζεται πενήντα νέες κόρες, που μερικές ετραγουδούσαν, και μερικές ελαλούσαν διάφορα μουσικά όργανα. Ήτον αυτές ενδυμένες από κόκκινα φορέματα χρυσοΰφαντα, κεντημένα με μαργαριτάρια, και έστεκαν ορθές ολόγυρα του θρόνου.

Στα βάθη της ψυχής της φώλιαζε μια λατρεία προς το τέλειο, που δεν μπορούσε να υποφέρη τη ζωή, γιατί νόμιζε πως έστεκε σε βαθμίδα ψηλότερη από αυτή.

Μα είμουνα πολύ συγκινημένος, πολύ ευτυχισμένος για τον παράξενο πλούτο, που μου έλαχε. Κι άξαφνα θυμήθηκα το καλοκαίρι που είμαστε στα δυτικά ακρογιάλια κ' είδα τη γυναίκα μου τη στιγμή, που είχε στρήψει σε με το πρόσωπό της από το παράθυρο όπου έστεκε και μ' έκαμε να αιστανθώ πως κ' οι δυο είχαμε ενωθεί στην ίδια αγάπη προς την ατέλειωτη θάλασσα, που δε γνωρίζει σύνορα.

Όπως έστεκε στο ψήλωμα το ανάστημα του ιχνογράφονταν στον ασπρογάλανο ουρανό, σα μαύρο είδωλο που τρέχει ο λαός να πετροβολήση. — Το καπέλλο σου! βγήκε άξαφνα φωνή από το πλήθος. — Το καπέλλο σου! δευτέρωσε άλλη φωνή. — Το καπέλλο σου!.. το καπέλλο σου! .. το καπέλλο σου!... Υποψιάστηκαν πως τόκανε για περιφρόνηση και αγανάχτησαν όλοι. Μα περισσότερο απ' όλους ο Αρλετής.

Αφού και εκείνη μου επλήρωσε την περιέργειαν, και με ευχαρίστησε διά την δικαιοσύνην που της έκαμα, ετραβήχθη εις την οικίαν της· μα αλλοί εις εμέ αν αυτή δεν ήτον πλέον εμπρός εις τους οφθαλμούς μου, έστεκε με όλον τούτο πάντα έμπροσθεν εις την φαντασίαν μου, και δεν ημπορούσα διά μίαν στιγμήν να την αποξενώσω από τον νουν μου.

Ο βεζύρης της απεκρίθη θυμωμένος· εσύ γυρεύεις μοναχή σου τον θάνατόν σου, αντί να κάμης καλόν των άλλων, θέλεις πέσει εσύ εις την δυστυχίαν εκείνων, καθώς συνέβη εις τον γάιδαρον, που έστεκε καλά, αλλά δεν ήξευρε να φυλάξη την ευτυχίαν του, έως που ύστερα εμετανόησε. Λέγει η Χαλιμά· τι δυστυχίαν έλαβεν ο γάιδαρος; Της απεκρίθη ο βεζύρης· άκουσε και θέλεις μάθει.

Έπειτα σφύριξε σιγά να νιώσει ο σύντροφός του. Μα έστεκε αφτός κι' ανάδεβε τι πιο σκυλήσο τάχα να κάνει, ή τ' αμαξόκουτο συρτό από τ' ατιμόνι μ' όλα τα χαλκοπλούμιστα μέσα άρματα να πάρει — ή και ν' αρπάξει το αψηλά κουβαλητό στους ώμους505 για απ' των Θρακώνε το σωρό να σφάζει ακόμα κι' άλλους.

Εγώ το περισσότερον διά να την ευχαριστήσω και όχι διά τες ανταμοιβές που μου έταζεν, έστεκα με αυτήν έως που να μου δώση το θέλημα να αναχωρήσω· οπόταν δε ελευθερώθη τελείως από την αρρώστια της και έστεκε καλά, με κράζει μίαν ημέραν και μου λέγει.

Τώρα έστεκε κει και δεν ήξερα αν εκείνη τη στιγμή οι στοχασμοί μας παλεύανε μεταξύ τους ή συναπαντιόνταν. Τότε έστρηψε το πρόσωπο κ' είδα πως τα μάτια της είτανε δακρυσμένα. Μου άπλωσε το χέρι της, το έπιασα και σταθήκαμε κει μαζί και κοιτάζαμε τη θάλασσα.

Η χήρα όπου έστεκε και όπου επερπάτει, ενόμιζε πως έβλεπε τον ίσκιο του φιλτάτου, κι' εθόλωνε με δάκρυα το καστανό της μάτι, όσαις φοραίς εψέλλιζε τ' ωραίον όνομά του. Κι' εμέ — ω φρίκη! — μ' έτρωγε ο μαρασμός κι' η ζήλεια, από 'δικούς μου η Αζόφ αντήχει στεναγμούς, κατάραις εψιθύριζαν τα κίτρινά μου χείλια, και ήκουα τριγύρω μου εχίδνης συριγμούς.