United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' επέστρεψεν εις τον πύργον, δαγκώνουσα τα χείλη εκ πείσματος, διότι κατήντησε να νικηθή από δύο παιδία. Αλλ' όχι, δεν θα μείνη ως εκεί, δεν θα της ξεφύγουν. Αυτή ημπορεί και από μακράν ακόμη να στείλη την εκδίκησίν της. Διά τούτο ίσα ίσα εγεννήθη από μάγισσαν και αδίκως, εις τα χαμένα δεν ωνομάσθη αυτή παρ' όλων Μάγισσα του βουνού.

Σήμερα τούτο, αύριο εκείνο, σε όλες του της δουλειές ήτανε τέτοιος, αναποφάσιστος και τα καλά που είχε επήγαιναν σχεδόν χαμένα, γιατί τα εσκέπαζε το μεγάλο αυτό ελάττωμα. Και εις την τωρινή περίστασι, την πιο δύσκολη απ' όλες, τα έχει χαμένα.

Κάμποσα είπα και για τη γλώσσα, που θα μου άρεζε να μην πάνε χαμένα όλους διόλου, τουλάχιστο για να καταλάβουνε πως τάλεγα κι από τότες. Μα υπάρχει κι άλλος λόγος που τα ξανατυπώνω. Όσο μιλούσα, ο Μποέμ σημείωνε τα λόγια μου.

Ω, φύγε, φύγε, φύγε! Ίσως εσύ μ' εκδικηθής! Ω! φύγε! — Ω προδότη! Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Τα φώτα ποιος τα έσβυσε; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Δεν έπρεπε να σβύσουν; Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ο ένας μόνον έπεσε. Μας έφυγε ο υιός του . Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Τότ' η μισή μας η δουλειά πηγαίνειτα χαμένα. Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εκείνο τώρα πώγεινε ας' πάμε να το πούμε. Συμπόσιον εν τοις ανακτόροις. ΜΑΚΒΕΘ Λάβετε θέσιν. Ο καθείς γνωρίζει τον βαθμόν του.

Πιάνει ο παπάς και του διαβάζει όλα τα ξόρκια κι όλες τις εφκές να τόνε συνεφέρη. Ναι! του κάκου. Όλα χαμένα! Ουδέ που σειώταν καθόλου. Μα έλα, που ήταν ζεστός; Τι να του κάμουν! τι να του κάμουν! δεν ήξερε κανείς. Πιάνει ο παπάς και τους λέει: — Ήταν αμαρτωλός, βλογημένοι μου, φαίνεται, κ' ήταν ανάξιος, και τον συνεπήραν ταγερικά με το μέρος τους, και τον εσυνεπήραν τα τελώνια τον άμοιρο.

αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390 «Αχ! από μιας είν' άπιστητα στήθη σου η καρδία• εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω. ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.

Χίλιες φορές πήρε φαλάγγι τους εχθρούς του, ποτάμια έχυσε το αίμα τους στη γη. Μα ήταν οι εχθροί ασκέρι και δεν είχανε σωμό. Μα και το βασιλόπουλο με τα παλικάρια του αποσταμό δεν είχε. Στον καιρό αυτό μεγάλη ταραχή γίνηκε μες στο παλάτι. Η γρηά η βασίλισσα, κυττάζοντας μια μέρα τους θησαυρούς της, έλαβε μεγάλη τρομάρα. Τα μαργαριτάρια της, που άλλα στον κόσμο δε βρισκόντανε, ήτανε χαμένα.

Σαν μας είδε, εγέλασε βαθειά μέσ' στον λαιμό του κ' εφώναξεν: — Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειό τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσης καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου; Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!

Το ήξερα πως θα σας ιδώ μια μέρα στο φτωχικό μου· έλεγε φιλώντας το χέρι της κυρά Πανώριας. — Να καθίσω, κόρη μου· είπε κείνη ακκουμπώντας απάνου της. — Ναι· είπε ο Δημητράκης. Είμαστε πολύ κουρασμένοι κ' οι δυο. Ο ανήφορος μας αφάνισε. — Δεν είνε και λίγος! δεν είνε και λίγος, ανάθεμά τονε! είπε ο Μαλαματένιος, τριγυροφέρνοντας σα να τάχε χαμένα. Μα εδώ έγνοια σας, θα καλοπεράσετε.

Και η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη• «Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου. και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεντην θύρα καθισμένοι 530 ή αυτού μέσατα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι. ότι έχουν όλ' ανέγγικτατο σπίτι τ' αγαθά τους, τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι• κ' εκείνοι εδώτο σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν, και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535 συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν, χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει, ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση. αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540