United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τους απεκρίθην ότι ήμουν έτοιμος να τους κάμω το θέλημα. Εκείνοι οι Αράπηδες με επαράστησαν εις τον βασιλέα· εγώ, πλησιάζοντας εις τον θρόνον του, επροσκύνησα κατά την συνήθειαν τρεις φορές φιλώντας την γην. Ο βασιλεύς με ερώτησε ποίος ήμουν, και από ποίαν πατρίδα, ομιλώντας μου με χαροποιόν πρόσωπον.

Ο Αγαθούλης του βεβαίωσε με όρκο, πως τίποτε δεν ήταν αληθινώτερο απ' αυτό. Τα δάκρυά τους ξαναρχίσανε να τρέχουν. Ο βαρώνος δεν μπορούσε να κουρασθή φιλώντας τον Αγαθούλη· τον ονόμαζε αδερφό του, σωτήρα του. — Α! ίσως, του είπε, θα μπορέσουμε μαζί, αγαπητέ μου Αγαθούλη, να μπούμε νικητές στην πόλη και να πάρουμε την αδερφή μου Κυνεγόνδη.

Εις ταύτα τα λόγια, που ο βασιλεύς Αϊδήν έλεγεν, η Χαλιμά επρόσπεσεν εις τους πόδας του, και φιλώντας τους, με τρυφερότητα, έδειχνε την ζωντανήν χαράν, και την ηδονήν, που ησθάνετο και εδοκίμαζεν εις τον θρίαμβόν της, που απόφυγε τον θάνατον και εκηρύχθη βασίλισσα καθώς επιθυμούσεν.

Μα τώρα εμένα με μισεί, και πήγε και της Θέτης 370 το θέλημα τής τόκανε, π' ομπρός του, με το χέρι κρατώντας το πηγούνι του, τα γόνατα φιλώντας, του πρόσπεσε το γιόκα της ναν της καλοκαρδίσει. Μα ας είναι, θα ξανάρθει αβγή να πει καλή μου κόρη.

Το ήξερα πως θα σας ιδώ μια μέρα στο φτωχικό μου· έλεγε φιλώντας το χέρι της κυρά Πανώριας. — Να καθίσω, κόρη μου· είπε κείνη ακκουμπώντας απάνου της. — Ναι· είπε ο Δημητράκης. Είμαστε πολύ κουρασμένοι κ' οι δυο. Ο ανήφορος μας αφάνισε. — Δεν είνε και λίγος! δεν είνε και λίγος, ανάθεμά τονε! είπε ο Μαλαματένιος, τριγυροφέρνοντας σα να τάχε χαμένα. Μα εδώ έγνοια σας, θα καλοπεράσετε.

Αυτός ευθύς έπεσεν εις τους πόδας μου, και φιλώντας τους μου έκανε μεγάλες ευχαρίστησες· εγώ τον εσήκωσα και του εφίλησα το μέτωπον· έπειτα του είπα· ημπορούσες ποτέ να στοχασθής ότι εγώ να μη σε συντρέξω με την βοήθειάν μου εις την ανάγκην, εις την οποίαν διά την αγάπην μου ήσουν; επαίδευσα τον αυθάδη Κασέμ, ο οποίος εστοχάζονταν να κυριεύση το βασίλειόν σου, και να αρπάξη την Σχυρίναν διά να την βάλη εις τον αριθμόν από τες σκλάβες του.

Φέροντας το κρασί, η Δηλαρά εγέμισεν ένα ποτήρι, και το δίδει του σκλάβου, έπειτα του λέγει· πίε εις υγείαν μου. Ο βασιλεύς φιλώντας το χέρι της, που εκρατούσε το ποτήρι, το επήρε και το έπιεν εις υγείαν της. Η Δηλαρά γεμίζοντας άλλο ένα ποτήρι, λέγει προς τον Κουλούφ διά να τον πειράξη· το πίνω ετούτο εις την υγείαν εκείνης που αγαπάς, ήγουν της ωραίας Γουλεδάμ, αγαπητικής του βασιλέως σου.

Σε ξεμολόγησα στο κελλί μου, και στα κόκκαλα εκείνα μου τορκίστηκες πως είνε αθώα η ψυχή σου από κάθε κρίμα, με την πολυάκριβη του ξαδέρφου σου του Μιχάλη, και πως μήτε στο νου σου δεν τόβαλες τέτοιο μεγάλο κρίμα. Τώρα να δευτερώσης τον όρκο σου και στο Βαγγέλιο απάνω, και φιλώντας το να γυρίσης και ναγναντέψης κατάματα τον αξάδερφό σου, και να του φανερώσης ξάστερη την αλήθεια.

Όθεν της είπε· θυγατέρα μου, σφόγγισε τα δάκρυα σου· βλέπω ότι η καρδιά σου κλίνει εις μεταβολήν· σου τάσσω να σε ξεκολλήσω από την δύναμιν του δαίμονος· φθάνει μόνον να μη παρακούης εις τες συμβουλές μου. Τότε η βασιλοπούλα του έταξεν ότι ήτον έτοιμη να κάμη ό,τι την ήθελε προστάξει. Και έτσι φιλώντας το χέρι του Δερβύση, εγύρισεν εις το παλάτι της, γεμάτη από στοχασμούς και φόβον.