United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί απεβιβάσθημεν και εσυμφωνήσαμεν μεθ' ενός αγωγιάτου να μας μεταφέρη εις το Κάστρον, εις του Κυρίου Μελέτη. Εντούτοις, μέχρις ου γείνουν όλα ταύτα, η νυξ είχεν επέλθει εντελώς, η δε ανάβασις έγεινεν εντός πυκνού σκότους. Κατ' αρχάς η οδός ήτο οπωσούν ομαλή, αλλά καθόσον απεμακρυνόμεθα της Σκάλας ο ανήφορος εγίνετο τραχύτερος.

Είνε βαρύ και θα σε κουράση, μα σα θες, βάστα το σόλη τη στράτα. — Δε με κουράζει μένα. Ένα πράμμα τόσο επιθυμητό, μπορούσε να με κουράση; — Στ' ανέβασμα, μούπε ο Βασίλης, θα παίξης και την πρώτη σου τουφεκιά. Δε χρειαζότανε περισσότερο για να παύσουν οι δυσπιστίες κ' οι δισταγμοί μου. Ο δρόμος ήτον όλος ανήφορος, τριών περίπου ωρών, και το τουφέκι ήτο βαρύ για την ηλικία μου.

Και με το σχήμα του το τριγωνικό μοιάζει τη νύχτα, με τ' αναμμένα τα φώτα, σα μέγα πολυκάντυλο το χωριό μας. Βγήκανε στην κορφή απάνου. Εδώ σώνεται ο ανήφορος, κι ανοίγονται στρωτά σάδια και πλαγιές. Συμπυκνωμένο εδώ το πλήθος σωρούς σωρούς, μαύριζε τα σάδια και τες πλαγιές. Ως πούρθαν κ' οι δημογέροντες με τα βιολιά.

Το ήξερα πως θα σας ιδώ μια μέρα στο φτωχικό μου· έλεγε φιλώντας το χέρι της κυρά Πανώριας. — Να καθίσω, κόρη μου· είπε κείνη ακκουμπώντας απάνου της. — Ναι· είπε ο Δημητράκης. Είμαστε πολύ κουρασμένοι κ' οι δυο. Ο ανήφορος μας αφάνισε. — Δεν είνε και λίγος! δεν είνε και λίγος, ανάθεμά τονε! είπε ο Μαλαματένιος, τριγυροφέρνοντας σα να τάχε χαμένα. Μα εδώ έγνοια σας, θα καλοπεράσετε.

Ήταν ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού του στον κόσμο, ο τελευταίος ανήφορος του Γολγοθά του, εκείνο το ανηφορικό σοκάκι, βρώμικο, όλο λίγδα, με ένα γατάκι ψόφιο μέσα στα σκουπίδια και τον ουρανό πορφυρό πάνω από τους ψηλούς τοίχους σκεπασμένους με αγριάδα. Στα μισά του δρόμου γύρισε να κοιτάξει.

Καλντερίμια βρίσκω και στην Τήνο. Δε λέω για τους δρόμους, γιατί σε κάτι χωριά που πήγα, δεν ήταν και τόση κακοτοπιά. Τα καλντερίμια εδώ έγιναν κρεββάτι, και σε τέτοιο κρεββάτι έπεσα να κοιμηθώ στις τέσσερεις ήμισυ το πρωί, που έφτασα στην Τήνο, αφανισμένος από το ταξίδι. Δεν είτανε στρώμα· είταν ανήφορος και κατήφορος όλο πέτρα.

Τώρα πλέον έφθασεν εις μέρος όπου άρχιζαν αμπέλια, αγροί με οπωροφόρα δένδρα, όσον ήτον ακόμη πλαγινός ο ανήφορος, και ελαιώνες, οι αγροί με υψηλούς στάχυς, σειομένους από την νυκτερινήν αύραν, εκείθεν όπου ο ανήφορος καθίστατο αποτομώτερος και άνω.

Όλη η συνοδεία τότε δεν ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης.

ΟΣΒ. Ας ήτο να τον εύρισκα, και ήθελ' αποδείξει με τίνος μέρος είμ' εγώ! ΡΕΓ. Καλά. Καλή σου ώρα Εξοχή παρά το Δούβρον. ΓΛΟΣΤ. Κοντεύομεν να φθάσωμεντην κορυφήν του βράχου; ΕΔΓΑΡ. Την ράχην αναβαίνομεν. Την κούρασιν δεν νοιόθεις; ΓΛΟΣΤ. Μου φαίνεται ολόισα. ΕΔΓΑΡ Ανήφορος μεγάλος! Να, του πελάγους η βοή. Ακούεις; ΓΛΟΣΤ. Δεν ακούω.

Και με το σχήμα του το τριγωνικό μοιάζει τη νύχτα, με τ' αναμμένα τα φώτα, σα μέγα πολυκάντυλο το χωριό μας. Βγήκανε στην κορφή απάνου. Εδώ σώνεται ο ανήφορος, κι ανοίγονται στρωτά σάδια και πλαγιές. Συμπυκνωμένο εδώ το πλήθος σωρούς σωρούς, μαύριζε τα σάδια και τες πλαγιές. Ως πούρθαν κ' οι δημογέροντες με τα βιολιά.