United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τρωαδίτικος κάμπος κυματιστός εχαμηλόγερνεν από της Ίδης τα ριζά ως τη θάλασσα. Χωριδάκια δενδροφυτευμένα επρόβαιναν εδώ κ' εκεί στα ψηλώματα· εκοκκίνιζαν οργωμένες οι πλαγιές και τα λακκώματα· γαλαζοπράσινη ομίχλη καθισμένη πέρα τα λιοστάσια και τις πουρναριές εσημάδευε. Η ζωή έπλεκε τον πλοκό της τόρα παντού ήμερον και ποθητόν, δίχως σάλαγον πολέμου και αρμάτων λαμποκοπήματα.

Η στεριά ψηλώνει ακόμη πέτρα μονοκόματη, τραχύτατη και άγρια σαν οστρακοντυμένος κολοσσός αντίκρυ του. Ούτε σχισμάδα δείχνει ούτε λάκκωμα στις πλαγιές. Και το νερό ακούραστο αφροκοπανίζει τα πόδια της, πλένει τα και λευκαίνει πέρα ως πέρα, δούλος ταπεινός και μαζί εχθρός της θανάσιμος. Και το «Μπιούτη» ακράτητο φεύγει εμπρός, σαν να το καλή ποθητό φάντασμα.

Είπε, και σ' όλων την καρδιά ξυπνάει του θρήνου πόθο, κι' όλοι θρηνούσανως που πια το χαραμέρι πήρεγύρω στο έρμο λείψανο. Ωστόσο ο Αγαμένος μουλάρια κι' άντρες πρόσταξε απ' τις πλαγιές ολούθες ξύλα να παν να φέρουνε· κι' ορίζει κεφαλή τους βλάμη τ' αφέντη Δομενιά, τον αρχηγό Μηριόνη.

Και το γοργό τρεχαντήρι μ' ένα τρέμουλο σπασμωδικό, σαν να ήταν ίδιο το σφαχτάρι εστάθηκεν άξαφνα μαρμαρωμένο, ακίνητο. Ούτε κύμα το δέρνει, ούτε άνεμος πλέον. Λιμανάκι ολοστρόγγυλο με καταπράσινες πλαγιές, με σπιτάκια πασίχαρα στο βάθος, με κάστρου χαλάσματα ζερβόδεξα ανοίγει τόρα φιλόξενο εμπρός στο θαλασσόδαρτο ξύλο.

Κι ήρθα πάλι σ' εσέ δέντρο τρανό, με όλη ήρθα την αγάπη την παλιά μου, στον ίσκιο σου ν' απλώσω τα όνειρά μου στο μαγεμένο γύρω δειλινό. Ολόλαμπρος ό ήλιος πάει να γείρη χρυσώνοντας τις πράσινες πλαγιές, γελώντας στις ολάνθιστες φραγές και κάνοντας τον κάμπο πανηγύρι.

Διάβηκε ράχες και Βουνά, ποτάμια και λαγκάδια, Λειβάδια και νεροσυρμιές, πλαγιές και μονοπάτια Σειώνταν η γη στο διάβα του και μέριαζαν τα δέντρα, Πουλλάκια κι’ όρνια πέταγαν, προντούσανε τ’ αγροίμια... Σαράντα μέρες έκανε, σαράντα μερονύχτια Και τέλος φτάνει στο βουνόν, όπου είταν πίσω από όλα.

Η σκιά ανέβαινε από την κοιλάδα διαγράφοντας έναν σκούρο κύκλο επάνω στις τριανταφυλλί πλαγιές της Ορτομπένε και έφτανε μέχρι τον ίδιο στο σοκάκι.

Στην άκρη του ακρωτηρίου πυκνότερο και σκυθρωπότερο το πράσινο σημείωνε την παρουσία του Στρατηγείου. Στις πλαγιές προφυλαγμένο από τους βράχους βρισκότανε το βαρύ πυροβολικό. Οι πέτρες σκεπάζονταν από τους χλοερούς πυροβολητές, κι' οι χαμηλές ποδιές της γης διαρκώς στέλνανε την πράσινη τρικυμία τους προς τα ύψη.

Σαν να εφύσηξαν Τρίτωνες στ' όργανό μου η ομίχλη εσηκώθηκεν ευθύς Λευκοθέας πέπλος από τη Ρούμελη. Εφάνηκαν τόρα οι πλαγιές καταπράσινες, τα χτίρια ροδισμένα, τ' ακρογάλια γελαστά, κατάγλαυκη η θάλασσα. Ο ήλιος χρυσόθρονος ανέβαινε στον αιθέρα, σπέρνοντας παντού στο χόρτο και το λιθάρι, στον άμμο και τα νερά σωρό τις διαμαντόπετρες.

Ήξερε πώς προβάλλει ο χρυσός Ήλιος απ' την κορφή του βουνού και πώς ροδίζουνε οι πλαγιές κ' οι κάμποι και πώς ντύνονται τα ωραία τους στολίδια στο φίλημά του δένδρα και λουλούδια. Ήξερε πώς προβάλλει τολοστρόγγυλο φεγγάρι απ' τη θάλασσα και πώς ασημώνει τα ωραία νερά, που ανατριχιαζουνε στο φως του, και τα λευκά πανάκια, που αρμενίζουνε στο πέλαγο.