United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ ούτε είμαι ούτε θα γίνω τέτοιος, και αν ήτο να σε ξεθυμώσω με αυτό. Τι αφορμήν του έδωκες; ΟΣΒ. Ποτέ, ποτέ, καμμίαν. Δεν μ' εκαλοκατάλαβε προχθές ο κύριός του, ο βασιλεύς, κ' εσήκωσε το χέρι να με δείρη· κι αμέσως τούτος, πρόθυμος να δείξη κολακείαν, ήλθ' απ' οπίσω μου κρυφά και μ' έκαμε να πέσω, κι άμα με είδε καταγής, με ταις φωναίς αρχίζει να κάμνη τον παλληκαρά.

ΟΣΒ. Επιάσθηκ' η φωνή μου, αυθέντα μου. ΚΕΝΤ Βέβαια! Εκουράσθηκε από την μεγάλη του παλληκαριά! Άκαρδον κτήνος! Η φύσις σε αποκηρύττει. Ράπτης ήτον οπού σ' έκαμε. ΚΟΡΝ. Τι αλλόκοτος άνθρωπος είσαι συ! Διατί τον έκαμε ράπτης; ΚΕΝΤ Ράπτης τον έκαμε. Αν τον έκαμνε ζωγράφος ή πετροπελεκητής, και εις δύο ώραις μέσα να τον έκαμναν, δεν θα ήτο τόσον κακοκαμωμένος. ΚΟΡΝ. Λέγε μου, διατί εμαλλώσατε;

Εσύ τ' αξίζεις κύριος μιας γυναικός να είσαι, κ' εκείνος, που του έπρεπε ο δούλος μου να είναι, είναι ο άνδρας μου! ΟΣΒ. Ιδού, κυρία μου, ο δούκας. ΓΟΝΕΡ. Ήτον καιρός που ήξιζα πλειότερον νομίζω. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ω Γονερίλη, ούτ' αυτήν την σκόνην δεν αξίζεις, που του άνεμου η πνοή φυσάτο πρόσωπόν σου! Ως πού θα πας; Και πού φραγμός να σ' εμποδίση πλέον, αφού επεριφρόνησες και τον γεννήτορά σου!

ΟΣΒ. Δεν θέλω να με κτυπάς, αυθέντα. Κάμε λοιπόν μίαν κουτρουβάλαν, παληάνθρωπε! ΛΗΡ Ευχαριστώ, παλληκάρι μου! Μου έκαμες δούλευσιν και σε αγαπώ. ΚΕΝΤ Έλα· σήκω και ξεκουμπίσου! Να σου μάθω εγώ να σέρνεσαι! Φύγε απ' εδώ! Έχεις όρεξιν να ξαναπάρης καταγής το μέτρος σου, ζώον; Φύγε, σου λέγω· αν έχης γνώσιν, φύγε! Ευχαριστώ, φίλε. Σε παίρνω εις την δούλευσίν μου. Να ο αρραβώνας σου.

ΟΣΒ. Βοήθεια! Μ' εσκότωσε! Βοήθεια! ΕΔΜ. Τι είν' αυτό; Τι έχετε; Τι τρέχει; — Χωρισθήτε! ΚΕΝΤ Με την αράδα σου και συ. Αν θέλης να κοπιάσης, σου διορθώνω το πετσί. Έλ' αρχοντόπουλό μου ΓΛΟΣΤ. Γυμνά σπαθιά! Τι έτρεξε; ΚΟΡΝ. Σταθήτε! Το προστάζω! Σταθήτε! Τον εσκότωσα, όποιον σηκώση χέρι! ΡΕΓ. Οι άνθρωποι της αδελφής και του πατρός μου είναι. ΚΟΡΝ. Τι πολεμάτε; Λέγε συ.

Αι, το γεύμα! — Πού είναι το παιδί; Πού είναι ο τρελλός μου; — Πήγαινε συ να μου τον φέρης. ΛΗΡ Εσύ, — εσένα λέγω, πού είναι η κόρη μου; ΟΣΒ. Με συμπάθειον... ΛΗΡ Τι λέγει αυτός εκεί; Φέρε μου τον εδώ! Το κνώδαλον! Εξέρχεται είς ΙΠΠΟΤΗΣ. Πού είναι ο τρελλός μου; Αποκοιμήθηκε ο κόσμος όλος εδώ; Επιστρέφει ο ΙΠΠΟΤΗΣ. Αι, λοιπόν; Πού είναι αυτός ο μούλος;

ΟΣΒ. Τρέχω κατόπιν του λοιπόν, το γράμμα να του δώσω. ΡΕΓ. Το στράτευμά μας αύριον θα ξεκινήση. Μείνε· μη φύγης. Επικίνδυνοι κατήντησαν οι δρόμοι. ΟΣΒ. Δεν ημπορώ. Την προσταγήν να εκτελέσω πρέπει που μ' έδωσ' η κυρία μου. ΡΕΓ. Τι θέλει και του γράφει; Το μήνυμά της διατί με λόγια δεν το είπε; Ω! Τρέχει... Δεν ηξεύρω τι, αλλ' όμως κάτι τρέχει. Φίλος μου είσαι. Άφησε το γράμμα της νανοίξω.

Θα φροντίσω να έχωμεν συχνήν και τακτικήν συγκοινωνίαν. Υγίαινε, αγαπητή μου αδελφή. Εις το καλόν, Γλόστερ. Τι νέα; Πού είναι ο βασιλεύς; ΟΣΒ. Τον εφυγάδευσ' απ' εδώ ο Γλόστερ. Εις την θύραν Ιππόται τον επρόσμεναν, έως τριανταπέντε, και μ' άλλους άρχοντας μαζί επήγαν εις το Δούβρον, όπου ελπίζουν φίλους των να εύρουν ωπλισμένους. ΚΟΡΝ. Της αδελφής μου τ' άλογα ετοίμασε αμέσως.

ΟΣΒ. Αυτός ο παληόγερος, αυθέντα μου, που να μου χρωστά την ζωήν του εις τ' άσπρα γένεια του... ΚΕΝΤ Ω σκρόφας υιέ, ω παληο-ωμέγα, άχρηστον φηφίον, εσύ! — Αυθέντα μου, αν είναι με την άδειάν σου, να τον κοπανίσω αυτόν τον απελέκητον κατεργάρην, να τον κάμω λάσπην, ν' αλείψω τους τοίχους των αναγκαίων! Τα γένειά μου ελυπήθηκες εσύ, σουσουράδα; ΚΟΡΝ. Σιώπα, κτήνος! Λησμονείς το σέβας που μου πρέπει;

ΟΣΒ. Τα έγραψα, κυρία μου. ΓΟΝΕΡ. Ξεκίνησε αμέσως· πάρε μαζί σου μερικούς ανθρώπους μου. Ειπέ της τους φόβους μου, και πρόσθεσε και ιδικούς σου λόγους, ώστε το πράγμα δι’ αυτήν χειροπιαστόν να γίνη. Ξεκίνησε. Και κύτταξε αμέσως να γυρίσης. — Απέρχεται ο ΟΣΒΑΛΔΟΣ. Α! όχι όχι· πίστευσε, με τους γλυκούς σου τρόπους και με την καλωσύνην σου την τόσην... Δεν σου λέγω ότι αυτά είναι κακά.