United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά προσταγήν του χιλιάρχου, αι χείρες Του εδέθησαν όπισθεν των νώτων Του, και στενώς συνέχοντες Αυτόν οι ρωμαίοι στρατιώται, ακολουθούμενοι και περικυκλούμενοι υπό των Ιουδαίων υπηρετών, τον ανήγαγον άνω της χαράδρας του χειμάρρου των Κέδρων, και ανά την απότομον προς την πόλιν ανωφέρειαν πέραν της χαράδρας, και τον έφεραν εις την οικίαν του Αρχιερέως.

Ο Καλίφης μην υποφέροντας πλέον την διήγησιν του βεζύρη του, από την ζήλιαν του άναψεν από θυμόν, και εφώναξε τους φύλακάς του, και τους είπεν. Επάρετε τούτον τον τολμηρόν και αυθάδη βεζύρην, και φυλακώσετε τον έως άλλην μου προσταγήν.

Ιδού λοιπόν η ιστορία μου, κατά την προσταγήν σου, κυρία μου. Η Ζωειδία του απεκρίθη· αρκεί τόσον, είμεθα ευχαριστημένες, έχε την ελευθερίαν σου και ύπαγε απ' εδώ. Αυτός την παρεκάλεσε να του δώση άδειαν να μείνη, διά να ακούση την ιστορίαν των άλλων και αυτός· και λαμβάνοντας την άδειαν εκάθισεν εις ένα μέρος χωριστά. Και άρχισεν ο δεύτερος κατά τον ακόλουθον τρόπον.

Το σκάνδαλον έπαυσεν, όταν οι στρατιώται περικυκλώσαντες τας αποθήκας, ήρχισαν να κατατοξεύωσι το πλήθος. Διηγούντο ότι, κατά προσταγήν του Καίσαρος, αι επαρχίαι της Ασίας και Αφρικής θα εγυμνούντο από όλα τα πλούτη των, τα οποία θα διενέμοντο μεταξύ των κατοίκων της Ρώμης, εις τρόπον ώστε να δύναται πάς τις να ανακτίση την οικίαν του.

Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν. και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. 415 και ανέβηκε ο Τηλέμαχοςτο πλοίον, κ' εκυβέρνα η Αθηνά, κ' εκάθισετην πρύμνη• και σιμά της κάθισεν ο Τηλέμαχος• τα παλαμάρια κείνοι λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί καιτα ζυγά καθίσαν, κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 420 τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρόςτο μαύρο κύμα επάνω• κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους να πιάσουν τ' άρμεν'• άκουσαν την προσταγήν εκείνοι, κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαντο κοίλο μεσοδόκι κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. 425 κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία• και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει, καιτην καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα• κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύτο κύμα• κ' έδεσεν όλα τ' άρμενατο μαύρο το καράβι, 430 και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν, και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων, και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη. και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε.

Και τα μηνύματά μας από την Αγγλίαν έρχονται αργά· και πλέον αίσθησιν δεν έχουν τ' αυτιά, 'πού έμελλαν από μας ν' ακούσουν ότι κατά την προσταγήν του σκοτωμένοι έπεσαν ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης· τώρα ποίος θα μας ευχαριστήση;

ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Ούτε εις εσένα ούτε εις άλλον κανένα, αφού δεν έχω και μάρτυρα να επιβεβαιώση τα λόγια μου. ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Ιδέ! Να την! Έρχεται, καθώς πάντοτε και, μα την ζωή μου, κοιμάταιτα βαθειά. Παρατήρησέ την πήγαινε κοντά. ΙΑΤΡΟΣ Πού το ηύρε το φως; ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Ήτοτο πλάγι της. Ο λύχνος καίει πάντοτε κοντά της κατά προσταγήν της. ΙΑΤΡΟΣ Κύταξε, έχει ανοικτά τα μάτια!

Εις ταύτην την προσταγήν εγέλασαν οι αξιωματικοί. Ο βασιλεύς θυμωθείς διά την αυθάδειάν τους, ήτο έτοιμος να τους παιδεύση, αλλ' επρόλαβαν ευθύς· κραταιότατε βασιλεύ, παρακαλούμεν την βασιλείαν σου να μας συμπαθήσης.

Ησθανόμην εισέτι επί των ώμων και του βραχίονος τας βαρείας του Αράπη χείρας, ήκουα την οργίλην προσταγήν του Αγά να με βάλωσιν εις την φυλακήν, ενθυμούμην το εργαστήριον και το πρόσωπον του Τηνίου υποδηματοποιού, εντός δε του σκότους της φυλακής ενόμισα κατά πρώτον ότι ονειρεύομαι. Άμα οι οφθαλμοί μου συνείθισαν το σκότος, είδα ότι δεν ήμην μόνος εκεί. Δυο χωρικοί εκάθηντο επί του εδάφους.

ΚΥΝ. Διότι δεν πράττομεν τίποτε οι άνθρωποι με την θέλησίν μας, αλλ' υπακούομεν εις μίαν ανάγκην αναπόφευκτον, εάν είνε αληθή εκείνα τα οποία προηγουμένως ωμολόγησες, ότι η Μοίρα είνε πάντων η αιτία• και αν φονεύη κανείς, αυτή φονεύει, και αν ιεροσυλή, εκτελεί της Μοίρας προσταγήν.