United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μόνο εξάπλωνε πέρα ως το πέλαγο μέσα, φαρδύν τον ίσκιο του ο γίγαντας Ταΰγετος. σηκώνοντας ψηλά στους γέρικούς του ώμους τολόξανθο το μάτι της ημέρας. ...Τόρα που άρχιζε να μας πυρώνη τις πλάτες ο ήλιος, να μας ανάβη τα κορμιά μας φλογερός, έδεσε στο σκαρμό την καθετή του ο Καπτάν- Μιχάλης· εσήκωσε κι άπλωσε απανουθέ μας την τέντα μας την ισκιερή.

Αυτός το εσήκωσε και το ερώτησεν αν έλαβε την τιμήν να δουλεύη τον Καλίφην. Ναι, αυθέντη· του απεκρίθη το σκλαβόπουλο· ο ίδιος Αυτοκράτωρ είνε εκείνος, τον οποίον εσύ εδεξιώθης εις το σπήτι σου, και του έκαμες τόσες χάρες, και εχάρισες και εμένα· έλα μαζί μου το λοιπόν, διότι ο Βασιλεύς είναι πολλά ανυπόμονος διά να σε ιδή.

Μετά τριακονταοκτώ έτη καταπτώσεως, ο άνθρωπος εν ακαρεί ηγέρθη, εσήκωσε τον κράββατόν του, και ήρχισε να περιπατή. Εν χαρμοσύνω εκπλήξει εκύτταξε κύκλω διά να ίδη και ευχαριστήση τον άγνωστον ευεργέτην του· αλλά το πλήθος ήτο πυκνόν, και ο Ιησούς θέλων να διαφύγη την ανωφελή έξαψιν της περιεργείας, ήτις τον εθεώρει ως θαυματουργόν μόνον, έφυγεν απαρατήρητος, «εξένευσεν, όχλου όντος».

Ο ΜόρχολτΑλλά καθώς μεγάλωνε, πλησιάζοντας, η βάρκα, και καθώς ξαφνικά την εσήκωσε στην κορυφή του ένα κύμα, φάνηκε ένας ιππότης που στεκότανε όρθιος στην πλώρη. Δυο σπαθιά κρατούσε στα χέρια. Ήτανε ο Τριστάνος. Αμέσως είκοσι βάρκες πέταξαν να τον συναντήσουν, και τ' αγόρια έτρεχαν κατ' απάνω του κολυμπώντας.

ΑΝΤΩΝ. Ο λόγος του αξίζει περισσότερο από τη λύρα τη θαυματουργή! ΣΕΒΑΣΤ. Αυτός εσήκωσε όχι τα τείχη μοναχά, αλλά και τα σπίτια. ΑΝΤΩΝ. Ποιό άλλο πράμμα από τα αδύνατα θέλει του φανή πάλι εύκολο; ΣΕΒΑΣΤ. Μετακομίζει σπίτι του, θαρρώ, τούτο το νησί, στην τσέπη του, και το χαρίζει μήλο του παιδιού του. ΑΝΤΩΝ. Και σπέρνοντας στη θάλασσα τους σπόρους του βγάνει όξω και άλλα νησιά. ΓΟΝΖ. Πώς;

Ορίστε, είπε, κύριοι, εις τας παραδόσεις σας. Σεις διαλυθήτε! εφώναξε προς τους μαθητάς. — Διαλυθήτε! επανέλαβεν αμέσως εντονώτερον, βλέπων ότι εδιστάζομεν να κενώσωμεν την παράδοσιν. Εξήλθομεν όλοι σιωπηλοί· μετ' ολίγον δε ο επιστάτης του σχολείου εσήκωσε τον αναίσθητον Αλέξανδρον και τον επεβίβασεν εις μίαν άμαξαν. Επλησίασα τρέμων, και ηρώτησα δειλώς·Άνοιξε τα μάτια του;

Τότε το μεγαλύτερον Φίλι, ήγουν Ελέφαντας, με την προβοσκίδα του, ήγουν με την μακράν του μύτην, αγκάλιασε το δένδρον, εις το οποίον ήμουν υψηλά, και σείοντάς το ισχυρά το εξερίζωσε και έπεσε το δένδρον, ομού και εγώ κατά γης ημιθανής· το ζώον εκείνο αντί να με θανατώση ως έτρεμα, με εσήκωσε με την προβοσκίδα του και ρίχνοντάς με εις τες πλάτες του ημιθανή, εκίνησεν έμπροσθεν των άλλων εις το δάσος, και προχωρώντας έως που έφθασεν εις ένα λόφον υψηλόν, εκεί με άφησε, και ανεχώρησεν εκείνο με όλην του την αγέλην που το ακολουθούσεν.

Αυτή με εσήκωσε, και βάνοντάς με να καθίσω κοντά της μου είπε· Ταλμούχ, ευχαριστώ τον Ουρανόν, που μας αντάμωσε, και ελπίζω εις την καλωσύνην του να μας ελευθερώση κιόλας από τούτην την περίστασιν που μας εμποδίζει εις το να στεκώμασθε αντάμα· και διά την ώραν πρέπει να έχωμεν υπομονήν, έως που να εύρωμεν την ευκαιρίαν, διά να κάμωμεν καθώς είναι η επιθυμία μας και φθάνει μόνον διά τώρα να συναναστρεφώμασθε κάποτε εδώ κρυφίως, διά κάμποσον καιρόν ακόμη· Ως τόσον διηγήσου μου, σε παρακαλώ, πώς ευρίσκεσαι εις τούτην την χώραν, και τα όσα σου ακολούθησαν έως τώρα.

Τέλος βαθύ μούγγρισμα στην άβυσσο αντήχησε και η θάλασσα εσήκωσε πελώριο κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι επέταξε γοργόφτερο εμπρός. Και αμέσως μέγα κήτος εφάνηκε να πιάνη από άκρη σε άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι. — Να ιδώ! κ' εγώ να ιδώ!... Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν σκοτεινό κορμί και σταυροκοπούνται φοβισμένοι. — Εμπρός! λέγω στον καπετάν Στραπάτσο.

Ο Κλέων, εννοήσας τα διατρέχοντα και μη θέλων οι στρατιώταί του να βαρύνωνται καθήμενοι εις το αυτό μέρος, εσήκωσε το στρατόπεδόν του και ήρχισε να προχωρή. Η τακτική του ήτο ομοία εκείνης, την οποίαν μετεχειρίσθη εις Πύλον και η οποία ένεκα της επιτυχούς εκβάσεώς της του ενέπνευσε πεποίθησιν ότι είχε στρατηγικήν ευφυίαν.