United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην τώρα έχω να σου ‘πώ χαροποιά, παιδί μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καλοδεχάμενη η χαρά εις τέτοιαις μαύραις ώραις! ποια είναι τα χαροποιά; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ένα πατέρα έχεις, που έχει, Ιουλιέτα μου, την έννοιαν σου, και θέλει την πλακωμένην σου καρδιάν να σου την ελαφρώση, και τώρα σου ετοίμασε χαρμόσυνην ημέραν, που δεν την επερίμενες, και ούτ’ εγώ ακόμη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κι’ αν έχω 'ρώτημα καλόν, τι 'μέρα είναι τούτη;

Ψεύματα; απήντησεν η κυρία Μαρή, υψούσα τους ώμους. Ημείς με όλα μας τα καλά . . . με τα πλούτη μας, με ωραίο σπίτι, με αμάξια, μαγείρους, υπηρέτας, τα έχομεν αιωνίως κατεβασμένα, 'σαν να έχωμεν πένθος· και αν δεν έλθη κανείς ξένος να μας ίδη, δεν ανοίγομεν το στόμα μας ώραις.

Και είνε αδελφός μου. Ύστερα εγώ τι θα πω; Βλέπω ότι του κάκου σπάνω το κεφάλι μου. Όσο συλλογίζομαι, τόσο χειρότερο το βρίσκω. Κύτταξε πόσον είμαι πίσω από τον άλλον κόσμο! Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Να είξευρα πως δεν ειμπορούσα να βγάλω μίαν ιδέαν, δεν θα έκαμνα τόσον κόπον να συλλογίζωμαι, και να χτυπώ το κεφάλι μου τόσαις ώραις. Τι να γένη, το κεφάλι δεν αλλάζει.

Έχομεν δε δυστυχώς ασθενείς και παραλύτους τους διανοητικούς ημών στομάχους, οσαδήποτε και αν μεγαλορρημονούμεν εν ώραις πατριωτικής αυταρκείας αυτός αυτού κόλαξ έκαστος ων και πρώτος και μέγιστος, οσαδήποτε και αν ψάλλωσιν εις ήχον τρίτον οι των αθηναϊκών τριόδων κομπολακύθαι και οι των ευρωπαϊκών αγορών φιλέλληνες.

Ε! σου λέγω, χωρίς λόγια πολλά, 'πούτο εξής δεν πρέπει ταις ώραις της αδειάς σου να κακοξοδεύης εις το να δίδης λόγια και να συντυχαίνης με τον πρίγκιπ' Αμλέτον· τ' άκουσες; το θέλω· πήγαινε τώρα. ΟΦΗΛΙΑ Θα υπακούσω, Κύριέ μου. Ο Προμαχώνας. Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΑΜΛΕΤΟΣ Αέρας 'πού θερίζει· κάμνει πολύ κρύο. ΟΡΑΤΙΟΣ Άγριος είναι, τωόντι, κοφτερός αέρας.

Ω Διός αδυεπές φάτι, τις ποτε τας πολυχρύσου Πυθώνος αγλαάς έβας Θήβας; εκτέταμαι φοβεράν φρένα, δείματι πάλλων Ιήτε, Δάλιε Παιάν, Αμφί σοι αζόμενος τι μοι ή νέον Ή περιτελλομέναις ώραις πάλιν εξανύσεις χρέος. Ειπέ μοι, ω χρυσέας τέκνον Ελπίδος, άμβροτε φάμα. Πρώτα σε κεκλόμενος, θύγατερ Διός, άμβροτ' Αθάνα, Γαιάοχόν τ' αδελφεάν Άρτεμιν, ά κυκλόεντ' αγοράς θρόνον ευκλέα θάσσει. Ή το εξής.

Τι να γείνη! — Και θα έχης ώραις εις τον δρόμο. — Είμαι περήφανος 'στά πόδια, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων τους στρεβλούς πόδας του. — Το ξεύρω. — Μ' εστείλανε διά δουλειά. — Διά τι δουλειά; — Τώρα θα σου πω. Άφησέ με να ξαποστάσω, είπε καθίσας. — Ξαπόστασε, καϋμένε Τρέκλα. Και αυτός ο σκύλος πώς ευρέθη; — Με ακολούθησε. — Σε ακολούθησε; είπεν ο Θευδάς. Θέλεις να πης, σου έδειχνε το δρόμο.

Συνήρχετο όμως ο γέρων αμέσως και τότε τα μάτια του επλημμυρούσαν από δάκρυα. Μια νύχτα, είχαν περάσει εννέα ημέραι από τον θάνατοντου εφάνη πως άργισε να σηκωθή· είχε λειτουργίαν εις το Κάστρο, τρεις ώραις δρόμον, εδέχθη δε επίτηδες προς παραμυθίαν με την εξοχήν. Εξύπνησε μεσάνυκτα, φοβισμένος ότι επέρασεν η ώρα και εφώναξε: — Κουκκίτσα! Θαρθής στο Κάστρο;

ΑΣΤ. Κι' εμέ; πώς; έτζι ξέρω το δικό μας το στείλεσα γένης εσύ Αστυνόμος κάμε όπως γνωρίζεις. ΓΡΑΜ. Ναι. ΑΣΤ. Σιντζιλλάριστο τώρα όμορφο και στείλλετο ντελογκόμπα και μου φύγης πάλαι και πας να μπαλλάρης; ΓΡΑΜ. Όχι δαύστερ' από δύω ώραις όταν δροσίση. Ο Αστυνόμος μόνος. Ο Αστυνόμος και οι Στρατιώται. ΑΣΤ. Τ' είναι μουρέ Γεράσιμέ μου, Αντζουλή μου, Διονύσιο; — τρέχει τίποτζι;

Ο τρόπος καθ' ον αντεμετώπισε το μέγα εκείνο πλήθος, το οποίον οι φόβοι του Ιούδα είχον θεωρήσει ουσιώδες διά την σύλληψίν Του, υπεδείκνυέ τι ως έκκλησιν προς δυνάμεις υπερφυείς, κ' εκείνοι είχον αναλάβη να εκτελέσωσιν εν μεσονυκτίοις ώραις μίαν των ενόχων εκείνων πράξεων αίτινες παραλύουσι και τα στιβαρώτερα πνεύματα.