United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Π. κατά το ταξείδιον εκείνο διήνυσε το μεταξύ Πειραιώς και Μασσαλίας διάστημα πεζή, ενώ επλήρωσεν εις την εταιρίαν όπως αναθέση τον κόπον τούτον εις έν εκ των πλοίων της.

Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπον ν' ανατρέφονται; Δεν είναι, έλεγεν η Φραγκογιαννού, «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος»; Καλλίτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω». «Σα σ' ακούω, γειτόνισσα

Διότι δεν είναι διόλου παράδοξον να ωφεληθώ. Εγώ λοιπόν, Ιππία μου, νομίζω ότι ωφελούμαι από την συναναστροφήν και των δύο σας, διότι νομίζω ότι γνωρίζω τι εννοεί η παροιμία που λέγει ότι τα καλά θέλουν κόπον. Εύδικος.

Έμεινα περίλυπος διά τον κόπον που έκαμα ματαίως εις το να κρεμασθώ, μα θεωρώντας το κλωνάρι που είχε τόσον κακά δουλέψη εις την απελπισίαν μου, βλέπω με θαυμασμόν μου, ότι από εκεί που είχε ξεκοπή έβγαιναν κάποια πετράδια, τρέχω και βλέπω ότι το κούφαλον του δένδρου ήτον γεμάτο, από διάφορα πετράδια.

Αλλ' ενώ ήτο έτοιμος ν' απέλθη, πάλιν έλεγε μέσα του: «Ας καθίσω ακόμα λίγο», και πάλιν «ακόμα λίγο», και είχε γείνει μεσονύκτιον ήδη χωρίς να αισθανθή τον κόπον. Διότι το τρυφερόν και σεμνόν της ψαλμωδίας μεγάλως τον έτερπε.

Να, πάρε, παιδί μου, αυτό, είπε μίαν ημέραν εις την εγγονήν του, και της έδωσεν ένα μεγάλο δέμα βαμβάκι· θα σου κάμη η μητέρα σου ό,τι χρειασθής με αυτό εις τον εργαλειό. Ξεύρεις και τι άλλο σου δίδω να πάρης μαζί σου; Σου χαρίζω το αγαπημένο σου γαϊδουράκι, διά να έρχεσαι συχνά, χωρίς κόπον να με βλέπης. Η Φωτεινή επήδησεν από χαράν.

Ως ειπών πάλιν ώρτο κατ' ασφοδελόν λειμώνα Εγώ δεδιότι ήτο αργάείπα εις τον Μιθροβαρζάνην• Διατί χρονοτριβούμεν και δεν επιστρέφομεν εις τον επάνω κόσμον; Αυτός δε μου απήντησε• Μη ανησυχής, διότι θα σου δείξω ένα μονοπάτι διά να επιστρέψης ταχέως και χωρίς πολύν κόπον.

Φανερόν λοιπόν εκ τούτου ότι ούτω διανοούμενος και διά τον εαυτόν μου και διά σας, μαίνομαι και παραπαίω. Δεν είν' έτσι, φίλτατε; Φίλος του Απολλοδώρου Δεν αξίζει τον κόπον, Απολλόδωρε, να φιλονεικήσωμεν δι' αυτό. Άφησέ τα λοιπόν αυτά και διηγήσου μας εκείνο που σ' επαρακαλέσαμεν, δηλαδή τα περί έρωτος λεχθέντα εις του Αγάθωνος. Απολλόδωρος Να σας ειπώ επάνω κάτω τι ελέχθη.

Σας πιστεύω, αφού το λέγετε, και δεν θέλω να εξετάσω πώς συνέπεσε να μου ζητήση την κόρην μου, χωρίς να την γνωρίζη, ίσα ίσα σήμερον, ύστερον από την χθεσινήν σας εξομολόγησιν... Οπωσδήποτε, εξηκολούθησε διακόπτων τον Λιάκον, όστις ητοιμάζετο να είπη τι, όπως δήποτε, δεν δύναμαι να σας δώσω αμέσως απόκρισιν. Δώσατέ μου τον καιρόν να σκεφθώ. Και μη λάβετε τον κόπον να έλθετε, θα σας μηνύσω.

Ασθμαίνουσα από το βάρος του μεγάλου σινίου, πνευστιώσα από την ανωφέρειαν της οδού, πονούσα από τον πολύν κόπον της ημέρας εκείνης, καθ' ην δεν ησύχασεν η κακομοίρα από τα μαύρα μεσάνυκτα, εγόγγυζεν, ως ν' ανεστέναζε· και αν ήτο κανείς πλησίον της ν' ακούση, θα την ήκουε να λέγη ικετευτικώς. — Παναγία μου, να είναι το τελευταίον! Ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν ήτο τόσον πλησίον. Έτρεχεν ελαφρότερα.