United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν είδε τον Μανώλην και την Πηγήν συμβαδίζοντας εμειδίασεν υπό τον παχύν μύστακά του και τους εκαλησπέρισε χωρίς να σταματήση. Μόνον δε αφού επροσπέρασε και τους δύο γέροντας, εσταμάτησεν επί μίαν στιγμήν και παρατηρήσας διά του αραιώματος των δένδρων τον προς δυσμάς ορίζοντα εφώναξε προς αυτούς: — Αέρα θαχωμε. Αυτά τα κόκκινα νεφαλάκια είνε άσφαλτα σημάδια.

Η Φραγκογιαννού, αποθέσασα προς ώραν το μικρόν σώμα καταγής, είχε τρέξει δύο βήματα, και λύσει την καλαμιάν με τον σπάγγον, κ' επροσπάθει να τον λύση ή τον κόψη, όπως δέση δι' αυτού τους πόδας της μικράς πνιγμένης εις τον κλώνα της κερασέας, και κρεμάση το σώμα κατά κεφαλής. Συγχρόνως, απαντώσα εις την επίκλησιν της γυναικός, εφώναξε με αγρίαν, αλλόκοτον φωνήν·Γιάννη! . . . Γιάννη! . . .

Και πάλι θα σας το ειπώ και πάλι και πάντοτε, είπε ο Περαχώρας: είσθε ευτυχής ότι εγεννήθητε σ' αυτό τον τόπο, ότι έχετε τοιούτους προγόνους. — Ότι μιλείτε την μελίρρυτον γλώσσαν εκείνων επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. — Και είσθε θεματοφύλακες των λαμπρών στοχασμών των ξανάειπε ο Περαχώρας. — Παρακαλώ να μη μας λησμονήτε· είπε με ταπεινοσύνη ο Αριστόδημος. — Να σας λησμονήσωμεν! εφώναξε ο Περαχώρας.

Αλλ' ακριβώς την στιγμήν εκείνην ηκούσθη μέγας θόρυβος εις τον διάδρομον, αμέσως δε η θύρα ηνοίχθη με πάταγον και εις το δωμάτιον εισήλθε ή μάλλον εισώρμησε ο οικοδεσπότης μου. Άνθρωπος όσον καλός και μειλίχιος νηστικός, τόσον σκαιός και θορυβώδης και ανοικονόμητος μεθυσμένος. Και ήτο στουπί αυτήν την φοράν. Ώρμησε και μ' ενηγκαλίσθη. — Φεύγεις, εφώναξε τραυλιζων.

Θα ήτο φοβερόν, εάν τώρα ήτο ο Ρούντυ εις τον Μύλον. Αλλά ο Ρούντυ δεν ήτο εις τον Μύλον, όχι· όπερ ήτο χειρότερον, ήτο κάτω από την φιλύραν. Ηκούοντο δυνατά λόγοι θυμού, ημπορούσε να κτυπηθούν, ίσως και να σκοτωθούν. Η Μπαμπέττα ήνοιξεν εν αγωνία το παράθυρον· εφώναξε το όνομα του Ρούντυ, του είπεν ότι ημπορεί να φύγη; δεν ανέχεται να μείνη του είπε.

Εκεί ήλθαν εις τον κήπον παιδάκια, και έρριπταν εις το νερόν ψωμί διά τους κύκνους. Το μικρότερον εφώναξε: Να, ένας άλλος κύκνος! Και τα άλλα παιδάκια εφώναξαν και εκείνα: Ήλθεν άλλος ένας κύκνος! Και εκτυπούσαν τα χεράκια των και εχόρευαν επάνω εις το χόρτον, και έτρεξαν να το ειπούν εις τον πατέρα των και εις την μητέρα των.

Αυτό δεν ήτανε και πολύ διασκεδαστικό για τους χωραΐτες· μα ο Δάφνης εφώναξε και μερικά με τόνομά τους και τους έδωκε φύλλα χλωρά, και κρατώντάς τα από τα κέρατα τα εγλυκοφίλησε.

Το ζερβί χέρι της έλειπε· μα τ' ανασήκωμα του νώμου έδειχνε πως κάτι κρατούσε και σε κάποιον το πρόσφερνε με κίνημα προσταγής. Το δεξί στηριζότανε απάνου σε σπαθί που έλειπε η λεπίδα του. Ένα κομμάτι χούφτας κρατούσαν μόνον τα δάχτυλά της. — Η Αρετούσα είνε! εφώναξε με θαυμασμό ο Μπαλαούρας, μόλις το είδε ολόρθο.

Ο Μανώλης τότε έκαμε να ορμήση, αλλά τον συνεκράτησαν οι κτίσται, ο δε Καρπάθιος εφώναξε προς τον Τερερέν: — Άιντε και συ στην καλιώρα, που κάεσαι και συνερίζεσαι! Ο Τερερές όμως εις την νέαν απειλήν του Μανώλη απήντησε διά νέας προκλήσεως, εμμέτρου αυτήν την φοράν: Όντε θωρή κιανείς πολλούς τον αντρειωμένο κάνει, Μα σα μονιάσουνε οι δυο, ρίγος τον ένα πιάνει. Και έπειτα απεμακρύνθη.

Ρε, πού βαδίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως. — 'σα κάτ' πλαϊνά· δεν αηκούς; — Ντετον άνεμο τι χάλασαν τον κόσμο; ψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς. Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως: — Ορέ του λόγου σου! ποιος είσαι συ, ρε!. . . Αλλά ουδείς απήντησεν.