United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΛΚΟΛΜ Δεν σε προσβάλλω, και μόνον από φόβον σου δεν είναι όσα είπα. Πιστεύω ότι ο ζυγός βαρύνει την πατρίδα· τρέχει το αίμα της· πονεί· στενάζει· κάθε 'μέρα και μία νέα μαχαιριά νέαν πληγήν ανοίγει. Χέρια πολλά να σηκωθούν διά τα δίκαιά μου, το 'ξεύρω, δεν θα έλειπαν.

Αυτό; Και τι είνε αυτό; — Το βλέπεις, κλειδί είνε. — Το βλέπω ότι είνε κλειδί, αλλά με αυτό δεν εννοώ τίποτε. Ο Τρανταχτής έσεισε τους ώμους. — Διά ποίον σκοπόν είνε αυτό το κλειδί; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δι' αυτό δεν ξεύρω ούτ' εγώ. — Αλλ' όμως ξεύρεις ποιος σου το έδωκε και διά ποίον είνε. — Α, όσον δι' αυτό, μάλιστα. — Αυτό σ' ερωτώ κ' εγώ. — Λοιπόν επιμένεις να το μάθης;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Και πριν δυο φοραίς άλλαις, ομοίως και σωστάτην ίδιαν νεκρήν ώραν, με διάσκελο πολεμικό διαβήκ' εμπρός μας. ΟΡΑΤΙΟΣ Μερικόν στοχασμόν δεν ξεύρω να μορφώσω αλλάτην ολικήν του νου μου βλέψιν τούτο δηλοί 'πού συμφοράτο κράτος μας θα σπάση. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Ας καθίσωμε, φίλοι, και όποιος ξεύρει ας είπη.

« Το ξεύρω ότι Σ' έβρισα » Και ότι τ' όνομά Σου. » Πανάγιε, το 'πάτησα » Μετανοιωμένος τώρα «'Βρίσκομ' εδώτην Κόλασι. » Την άχαρη τη χώρα. » Συχώρησέ με!. . . Έσπλαχνος «'Σ τα κλαϋματά μου στάσου

Δεν φθάνει που εσκότωσε τον αδελφοποιτόν μου, είπεν έπειτα, δεν φθάνει που κατέστρεψε την ευτυχία και την υγεία μου, μόνο ήρχετο κάθε λίγο να μου φαρμακώνη και την αθλία ζωή, που μ' επερίσσευσε! Και όταν είδεν ότι εγώ δεν εύρισκόν τι πρόχειρον να του ειπώ: — Ξεύρω, είπε. Εσύ είσαι διαβασμένος άνθρωπος και θα γελάσης. Γι' αυτό δεν σε είπα τίποτε, ως τώρα.

Τι θέλεις παρεπάνω; Δεν φθάνουν τόσοι; Και αυτούς δεν 'ξεύρω τι τους θέλεις; Έξοδον είναι περιττόν και κίνδυνος μεγάλος, και είναι δύσκολον πολύ εις ένα σπίτι μέσα τόσοι πολλοί να μαζευθούν και δυο να τους ορίζουν χωρίς συχνά μαλλώματα. Αδύνατον το βλέπω! ΓΟΝΕΡ. Και διατί, αυθέντα μου, να μη σε φθάνη τάχα να έχης υπηρέτας σου τους ιδικούς της δούλους ή τους δικούς μου;

ΑΜΛΕΤΟΣ Φαίνεται! Δέσποινά μου, τι λέγεις; είναι· εγώ το φαίνεται δεν ξεύρω.

Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους• «Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370 γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα• βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε• αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».

Α! ξεύρω όταν το αίμα βράζει πόσο είναι γενναία η ψυχή να δανείζη όρκους εις τα χείλη! Αναλαμπαίς, 'πού δίδουν φως, ζέστην ολίγην, σβυμένατην στιγμήν 'πού τάζουν και τα δύο, ω κόρη μου, μη γελασθής πως είναι φλόγαις. Μη την παρθενικήν σου δίδης παρουσίαν τόσο εύκολατο εξής· της συναναστροφής σου συ την αξίαν ως εκεί μη χαμηλόνης, να προστάζεσαι να 'λθης εις συνομιλίαις.

Είνε οκτώ παρά τέταρτον. Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της υπηρετρίας. — Αφέντη! — Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός Ο Δημητράκης, ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·Έφερε τα γάντια μου; — Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .