United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπλυνε καλά τις πληγές, καθάρισε, συγύρισε τον άρρωστο κ' ύστερα τον χάιδεψε στις πλάτες. — Ησυχία τώρα, είπε. Ούτε να μιλάς, ούτε να κουνιέσαι πολύ. Εσύ παλληκάρι μου, είπε πάλι στο Βαγγέλη, να κάτσης εδώ να τον προσέχης και να κάνης τα όσα θα σου πω. Τον πήρε πάρα πέρα και τον ωρμήνεψε.

Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.

Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά; Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζε το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης. Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πη μονάκριβη κόρη.

Εσύ μονάχα σώνεις να στολίσης κοπέλλας πρόσωπο! Αγαπά, λέει, πολύ και τη θειά Γιαννούλα, την παρακόρη. Οι άλλες παίζουν και τραγουδούν, κι αυτή τρέχει στο μαγερειό και βοηθά της Γιαννούλας. Κ' η γριά την αφίνει, για να τ' ακούγη ύστερα ο αφέντης και να το χαίρεται, που η χαδεμένη του τόκαμε πάλι το κυδωνάτο. Την έστησαν τώρα την κατσαρόλα. Τώρα το φαεί βράζει.

Πλην μετά μίαν εβδομάδα η Αρφανούλα έξαφνα ακούει τα παράπονά του: — Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου; Εσύ πιστεύεις τον Μπάρμπα-Σταυρή και δεν πιστεύεις εμένα. Με κυνηγά η ατυχία καϋμένη. Τι να σου κάμω! Το συμβολαιογραφείο το έκλεισαν διά μίαν κατάχρησιν του συμβολαιογράφου! Τότε ο Μπάρμπα-Σταυρής λυπούμενος περισσότερον την Αρφανούλαν τον συνέστησεν εις άλλο συμβολαιογραφείον.

Λένε πως έχει ορυχείο ασημιού. Πόσο διασκέδασε!» «Κερνούσε όλους, ακόμη κι εκείνους που δεν γνώριζε.» «Γιατί το κάνει;» «Καλή είσαι κι εσύ! Όποιος έχει, ξοδεύει.» Ο Έφις ένοιωθε ικανοποίηση, αλλά και ανησυχία. Κάθισε πλάι στον Τζατσίντο και του μετέφερε τα όσα λέγανε οι γυναίκες. «Ορυχείο ασημιού; Ναι, αποδίδει, όχι όμως όσο μια πετρελαιοπηγή.

Ομολογώ ότι είναι δύσκολον να λάβη αυτήν την ευτυχίαν, επειδή και όποιος επιθυμεί να απολαύση αυτό, πρέπει να αποκτήση το θάρρος της βασιλοπούλας, το οποίον εσύ δεν ειμπορείς να το απολαύσης, αν δεν ήθελες απεράση εις την αυλήν του πατρός της, του βασιλέως της Κασμυρίας, εις φήμην αγίου ανθρώπου.

Εσύ, παππά μου, να τον μεταλάβης και έπειτα να φύγης. Εγώ θα μείνω. Όλην του την ζωήν την επέρασεν έρημος και μόνος, ας έχη ένα χριστιανόν εις το πλευρόν του, ενώ αποθνήσκει, ο κακόμοιρος! — Είσαι αλήθεια καλός χριστιανός, Γεροθανάση. Ο Θεός να σ' ευλογήση! Αλλά το χρέος τούτο είναι ιδικόν μου, και θα το εκτελέσω εγώ. Εγώ θα του κλείσω τα βλέφαρα.

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα και να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δω, τήρα μπροστά σου.

Λοιπόν τόρα, δι' όνομα του Διός, καλέ Ξένε, αυτό νομίζεις ότι κάμνουν εις τας άλλας πόλεις; Διότι εγώ τουλάχιστον εξ όσων έχω είδησιν εκτός της πατρίδος μας και της πατρίδος των Λακεδαιμονίων, αυτά τα οποία συ τόρα αναφέρεις δεν γνωρίζω να συμβαίνουν, αλλά πάντοτε εισάγονται κάποιαι καινοτροπίαι και εις τους χορούς και εις όλην την άλλην μουσικήν, όχι διότι τα μεταβάλλει ο νόμος, αλλά κάποιαι άστατοι ηδοναί, αι οποίαι απέχουν πολύ του να είναι αι ίδιαι και από τας ιδίας συνθήκας καθώς εσύ μας εξήγησες ότι συμβαίνει εις την Αίγυπτον, αλλά ποτέ δεν είναι αι ίδιαι.