United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη, την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα· «Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, 35 αν έφθασεν αληθινάτο σπίτι του, ως μου λέγεις, πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι».

Άμ’ άκουσε της Λυγερής τ’ αγαπημένα λόγια, Ο Κωσταντής ξεκίνησε και πάη στ’ αρχοντικό του, Και πριν να σώση ο καιρός και κλείσουν τρεις βδομάδες. Η Λυγερή αποκέντησε τ’ ωριόπλουμο μαντήλι, Κατά πώς την ωρμήνεψε και το ήθελε η καρδιά του, Κι’ αμέσως του προβόδησε το ρόιδο και το μήλο , Το ρόιδο για το κέντημα, το μήλο για το γάμο.

Μα σαν τους είδε, πόνεσε η μαρμαρόλαιμη Ήρα 350 κι' αμέσως λέει της Αθήνας διο φτερωμένα λόγια «Ωχού μου, κόρη του Διός, Τι, πια δε θα νιαστούμε μια ακόμα καν στερνή φορά τους Αχαιούς που σβύνουν; Θάχουν θαρρώ άσκημα στερνά, και θαν τους συνεπάρει ανεμοζάλη ενός αντρός· μα αφτός πάρα λυσσάζει, 355 ο Έχτορας, γιατί έκανε έργο πολύ και θρήνος

«Ναίσκε, ναίσκε, εάν εσύ μετράς, και ημείς μετρούμεν· εάν εσύ πληρώνεις τα χρέη σου, και ημείς πληρώνομεν τα δικά μας· εάν εσύ φεύγης, ημείς νικώμεν, και είμεθα ευχαριστημένοι». Ενώ ετελείωναν αυτά τα λόγια, η κόρη εκείνη αναποδογυρίζοντας το τηγάνι εμβήκε πάλιν εις το άνοιγμα του τοίχου και έκλεισεν ο τοίχος ευθύς ως ήτον και πρώτερον.

Ποιος γύριζε να ιδή τέτοιο σκιάχτρο! Οι γειτόνισσες γελούσανε κ' εκείνες και πειράζανε τόμορφο κορίτσι με λόγια και με χωρατά. Μόνο τόμορφο κορίτσι καθότανε μοναχό του κ' έκλαιγε απ' το μεγάλο του κακό. «Τι μου ήτανε γραφτό! έλεγε. Να μ' αγαπήση ένα σκιάχτροΤώπαιρνε σαν καταφρόνια και σαν φοβέρα. Και την έπαιρνε το παράπονο κ' έκλαιγε μοναχή της.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ’ εκάλεσα όχι ελπίζοντας μωρολογίες, αλλοιώς δεν θενά πάταγες εις το παλάτι. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τέτοιος εγώ εγεννήθηκα: μωρός για σένα, μα συνετός για τους γονείς που σ’ έχουν κάμει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για ποιους γονείς; ποιος μ’ έκαμεν απ’ τους ανθρώπους; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Η μέρα τούτη θα σε φάη, που θενά δείξη ποιος σ’ έκαμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αινιγματώδη, σκοτεινά λόγια, μου λέγεις.

Άλλον δεν έχει στρατηγόν η Χριστιανοσύνη με τόσην πείραν κι' αρετήν! ΡΩΣ Ω! Είθε να 'μπορούσα καθώς με παρηγόρησες να σας παρηγορήσω! Αλλ' έχω λόγια να ειπώ, που ήθελα να ήμαιτην έρημον να τάκραζα κι' αυτί να μη τ' ακούη! ΜΑΚΔΩΦ Είναι κοινόν δυστύχημα; ή μήπως φόρος λύπης, οπού θα έχη μια καρδιά να τον πληρώση μόνη;

Μια μόνο έφτασε να σαρώση όλα όσα μαζευτήκανε σε χρόνια. Σα χτυπημένοι από την ίδια μοίρα καθόνταν εκεί εκείνοι οι δυο, που λίγες στιγμές προτήτερα αιστανόνταν τον εαυτό τους ξανανιωμένον, κι ακούγανε τα βαρειά, τα λίγα λόγια των γερόντων, που τους ερήμωσε το σπίτι η πυρκαϊά.

Τελευτών τους ενουθέτησεν ότι, όστις ακούει τα λόγια ταύτα και ποιεί αυτά ήτο ως συνετός άνθρωπος όστις έκτισεν οικίαν με θεμέλια επί της πέτρας της αρραγούς, ήτις μένει ασάλευτος εν μέσω της βοής των ανέμων και της θυέλλης· αλλ' όστις τα ακούει και δεν τα εκτελεί είναι όμοιος με άφρονα άνθρωπον όστις έκτισεν επί της άμμου, και κατέβη η βροχή, και ήλθαν αι ποταμοί, και οι άνεμοι εφύσησαν και κατέρριψαν την οικίαν· και έπεσε, και μεγάλη ήτο η πτώσις της.

Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη έκανε ναύλο για την Αμβέρσα. Θα πάη μαζί να ξεσκάση. Δεν τον άφησαν, λέει, ακόμα οι θέρμες. — Τον ευλογημένο! είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός, κλείνοντας ζερβιά το μάτι. Να πούμε την αλήθεια σαν να ταρέση καλύτερα η θάλασσα απ' την καλογερική. Τα λόγια του Μελαχροινού εφούρκισαν την παπαδιά. Την είχε αγγίξει εκεί πούπρεπε.