United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


τα ρίξανε, κακομοίρα. Αχ! 'ς τα ρίξανε και τι έχεις να υποφέρης! Ενόει η γειτόνισσα την επικρατούσαν αφελή πλάνην, καθ' ην την ώραν του στεφανώματος εν τω γάμω οι εχθροί συνοικεσίου τινός διά μαγείας προορίζουσι τον τοκετόν τόσων θυγατέρων, προς δυστυχίαν του νέου ζεύγους, μέλλοντος να πάθη βάσανα και πειρασμούς, μέχρις ου αποκαταστήση αυτάς, ιδίως εις τας δυστυχείς ταύτας ημέρας.

Τον καϋμένο! πώς αγαπούσε την Ελλάδα θυμάσαι, τι έλεγε πάντα; Μη λησμονής ότι είσαι Έλλην και έχεις την υποχρέωσιν να ήσαι ωραίος.

Εκείνη ήνοιξε την ποδιάν της και ο Αντωνέλλος έχυσε μέσα όλα τα τάλληρα του μανδηλιού του. — Να τα κάμης ό,τι θες· επρόσθεσε. Ο γαμβρός του εδόθη εις γέλωτα θορυβώδη. — Γέλα όσο θες, είπεν ο Αντωνέλλος· έχεις ακόμα να μου δίνης εκατό τόσα τάλλαρα, εκείνη τη παλαιά διαφορά! — Καλά, καλά, είπεν ο καπετάν Γιάννης, μη παύων να γελά.

ΙΟΕΣΣΑ. Με περιφρονείς, Λυσία; Έχεις δίκιο γιατί ούτε χρήματα σου εζήτησα ποτέ, ούτε την πόρτα σούκλεισα να σου πω ότι έχω άλλον μέσα, ούτε σε ηνάγκασα ν' απατήσης τον πατέρα σου, ή να κλέψης τίποτε από την μητέρα σου και να μου το φέρης ως κάνουν η άλλες, αλλ' από την πρώτη στιγμή σ' εδέχθηκα χωρίς πληρωμή και χωρίς δώρα.

Αλλά φαίνεται ότι έμεινα πολύν καιρόν αναίσθητη. Εις αυτό το διάστημα μου εφαίνετο ως να ήμουν νεκρά, προσέθηκε παραλογιζομένη. — Αλλ' αφού ήσουν αναίσθητη, πώς γίνεται να είχες αυτήν την ιδέαν; παρετήρησεν η Σιξτίνα· και αν ήσουν νεκρά, πώς θα το είξευρες; — Έχεις δίκαιον, είπεν η Αϊμά. Δεν είξευρα πού ευρισκόμουν, ήμουν εις ένα χαμένον κόσμον.

Απήντησε με υπερηφάνειαν η Μιλάχρω, διευθετούσα τα τελευταία λείψανα των ανθράκων. — Έχεις, επανέλαβεν η οργισθείσα, άμ' θα πάη από κει οπούρθε! — Να μη σε μέλ'! Εξεφώνησεν η Μιλάχρω και ύψωσε την χείρα της ως φουρνόξυλον απειλούσα.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αν ούτω πράξη, βεβαίως δεν θα την επαναφέρη κλαίων. ΜΗΝΑΣ. Έχεις δίκαιον, φίλε. Δεν επεριμένομεν να ίδωμεν εδώ τον Μάρκον Αντώνιον. Σε παρακαλώ, ενυμφεύθη την Κλεοπάτραν; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η αδελφή του Καίσαρος ονομάζεται Οκταβία. ΜΗΝΑΣ. Αληθώς· ήτο σύζυγος του Γαίου Μαρκέλλου. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά τώρα είναι σύζυγος του Μάρκου Αντωνίου. ΜΗΝΑΣ. Τι λέγεις; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αληθέστατον.

Θάχης χαρτιά και καλαμάρια και πέννες. Τα κορίτσια εγελούσαν. Ήσαν και αυτά φαιδρά και καλοκάγαθα, σεμνά της καλής μητρός αποτυπώματα. — Εσένα... εξηκολούθει η Γερακούλα... — Πόσες θυγατέρες έχεις, θα πω; διέκοπτεν η μικροτέρα, φαιδροτέρα και ξανθοτέρα. — Εσένα, Φανιώ μου, έλεγε προς την τελευταίαν, εσένα θα σου δώσω γιατρό! — Ω! έκαμναν θόρυβον αι άλλαι, ζηλεύουσαι τάχα.

Ακόμη δε προηγουμένως από αυτούς ο Πρωταγόρας. Ιππίας. Έχεις δίκαιον, Σωκράτη μου, διότι δεν γνωρίζεις τον καλλίτερον ως προς αυτό. Διότι, αν εγνώριζες πόσον χρήμα εκέρδισα εγώ, θα απορούσες.

Ουρβανέ, αδελφέ μου, έχεις καιρόν να ομιλήσης μετ' εμού ελευθέρως; — Το έργον μας αρχίζει το μεσονύκτιον. — Έχομεν λοιπόν όλον τον απαιτούμενον χρόνον. Υπάγωμεν παρά την όχθην του ποταμού και εκεί θα ακούσης ό,τι έχω να σου είπω. Απήλθον και εκάθησαν επί τινος λίθου της όχθης, εν μέσω ησυχίας διακοπτομένης μόνον από τον μεμακρυσμένον κρότον των μυλοπετρών και από τον φλοίσβον του ποταμού.