United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δάφνης όμως δε μπορούσε να κάνη την ψυχή του να χαρή από τη στιγμή που είδε γυμνή τη Χλόη και αντίκρυσε όλη την κρυμμένη ως τότε ομορφιά της. Πονούσε η καρδιά του, σαν να την έτρωγαν φαρμάκια. Κ' η αναπνοιά του ακόμη πότες έβγαινε γρήγορη, σαν να τον κυνηγούσε κανένας κ' έτρεχε, και πότε του έλειπεν ολότελα, σαν να του είχε φύγει όλη στις προτητερινές τρεχάλες.

Για ξαναπέ το, κατεργάρη! Ο Μανώλης έκρυψε το πρόσωπόν του και είπε με πείσμα, εις το οποίον εχόρευεν η χαρά: — Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω! — Καλά, μη θες. Άφησε να δης τση κοπελιές και τότε τα λέμε πάλι. Ο Σαϊτονικολής ήτο κατευχαριστημένος, διότι είχε σχηματίσει πεποίθησιν ότι ο Μανώλης, και να τον έδιωχναν, δεν θάφευγε πλέον από το χωριό.

Έπειτα ουδέποτε είχεν ακούσει να δανείζουν ημέρας οι μήνες· έπειτα, δεν είχε και πεποίθησιν αν ο Μάρτης ήτο άξιος εμπιστοσύνης. — Λοιπόν μου της δίνεις; είπεν ο Μάρτης, διακόπτων τας σκέψεις του· θα τον προσβάλουμε όσο δεν του πρέπει. Αυτό ήθελε και ο Φλεβάρης.

Ανέζη τότε εν ταις ολίγαις στιγμαίς εκείναις της χαράς και της διαχύσεως εις τον στυγνόν εκείνον θάλαμον όλος ο κόσμος ο παρελθών, ένας πολύ ωραίος κόσμος, ως είναι ωραία η ζωή· ένας κόσμος εύχαρις και φαιδρός, οπού ακόμη δεν τον είχε σβήσει με την κρύαν σκιάν του το θλιβερόν γήρας.

Η Αυγούστα είχε φέρει μαζί της τον μικρόν Ρούφιον, όστις νυστάξας απεκοιμήθη, ενώ διήρκει η ανάγνωσις ενός ποιήματος του Καίσαρος. Θυμωθείς ο Καίσαρ εσφενδόνισε κρατήρα κατά της κεφαλής του και τον επλήγωσεν επικινδύνως.

Η Χαδούλα είχε βαρυνθή την μονοτονίαν της Σκοτεινής Σπηλιάς, και είχεν αρχίσει ν' αδυνατίζη πολύ από την ανεπαρκή τροφήν. Έλαβεν απόφασιν, άμα φέξη καλά, να πάρη το καλαθάκι της, και να εξέλθη από το άσυλόν της, όπως διευθυνθή προς τον Άγιον Σώστην. Εκεί θα εξωμολογείτο όλα τα «πάθια της». Καιρός μετανοίας πλέον . . . Έφθασαν, έφθασαν, οι χωροφύλακες!

Αλλ' ο Φρύνιχος, ο οποίος είχε προϊδεί την απιστίαν του και περιέμενε νέαν καταγγελίαν του Αλκιβιάδου, ανήγγειλεν ο ίδιος εις τον στρατόν, διά να προλάβη το πράγμα, ότι, επειδή ήτο η Σάμος ατείχιστος και τα πλοία όλα δεν ήσαν ηγκυροβολημένα εντός του λιμένος, ήξευρεν εξ ασφαλούς πηγής ότι οι εχθροί είχαν κατά νουν να έλθουν, διά να προσβάλουν το στρατόπεδον· έπρεπε λοιπόν να οχυρώσουν την πόλιν όσον το δυνατόν ταχύτερον και να φυλάττωνται καλώς.

Κάμνω συχνά τους εραστές μου του Παρισιού να ξεροσταλιάζουν επί δεκαπέντε μέρες, αλλά παραδίνομαι σε σας από την πρώτη νύχτα, γιατί πρέπει να φανώ φιλόξενη σ' ένα νέον της Βεστφαλίας. Η ωραία είχε παρατηρήσει δύο τεράστια διαμάντια στα δύο χέρια του νεαρού ξένου και τα παίνεσε με τόση καλή πίστη, ώστε από τα δάχτυλα του Αγαθούλη περάσανε στα δάχτυλα τα δικά της.

Δεν μας εγέλασες όμως, και όλον σου αυτό το δράμα το σατυρικόν και σειληνικόν εφανερώθη τι σκοπόν είχε. Αλλ' ας μην του γείνη αυτή η χάρις, φίλτατε Αγάθων, και έχε τον νουν σου ώστε κανείς να μην ημπορή να βάλη σκάνδαλα μεταξύ εμού και σου. Και ο Αγάθων: — Πραγματικώς, ω Σώκρατες, είπε, μου φαίνεται πως έχεις δίκαιον.

Αι όρνιθες εκακάνισαν, οι πετεινοί έκραξαν: Ας το μάθη ο κόσμος όλος, ο κόσμος όλος! Και η ιστορία εταξείδευσεν από ορνιθώνα εις ορνιθώνα, και τέλος πάντων έφθασε και εκεί από όπου είχε πρωτοαρχίσει.