United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό;

Το πλοίον έμελλε να πλεύση εις Αλεξάνδρειαν, αλλ’ εκείνοι εσκόπουν ν’ αποβώσιν εις Αθήνας και εκεί, μεταξύ των στηλών του Παρθενώνος και των δαφνών του Ιλισσού, να πλέξωσι την νέαν φωλεάν των.

'Σάν από μέθη, ζάλη, Τρικλίζει ο πύργος τρεις φοραίς και μέσ' 'ςτά 'μεσουράνια Τινάζεται 'σάν σύγνεφο, και φέρνει εκεί κουρμπάνια Τους γέρους τον Μεσολογγιού και των Τουρκών τ' ασκέρια Απ' τη μεγάλη αναλαμπή λάμπουν βουνά κι' αστέρια! Το Μεσολόγγι η χαραυγή τωύρε ταχιά πεσμένο, Κ' είδε το μισοφέγγαρο 'ςτά τείχηα του στημένο.

Τα μικρόν της Ακαδημίας αλσύλλιον, βαπτισθέν όλην την νύκτα εις τον άφθονον εκείνον υετόν, ανέζησε, και κλώνες χλοεροί εδώ κ' εκεί ανέθορον αίφνης πεύκης και πίτυος και αγριελαίας, οπού ένας κόσσυφος του καλλίστου είδους, κηρομύτης, κατάμαυρος, δραπετεύσας από κάποιον κλωβίον, ελλοχεύων, παρεμόνευε τους διαβάτας, ν' αρπάση μίαν ελαίαν ώριμον, μαύρην ως τα πτερά του, αναλάμψασαν αίφνης, μετά την βροχήν, επί των διαβρόχων ακόμη κλάδων.

Τράβηξε δηλαδή στο Ιπποδρόμιο, κ' εκεί μέσα σφιχτοκλείστηκαν όλες οι χιλιάδες που τον ακολουθούσαν. Ανέβηκε ο Υπάτιος στο κάθισμα, και του φωνάζανε τα πλήθη αποκάτω «Υπάτιε Αύγουστε, Του βίνκας». Σκοπός τους πάντα είτανε να χτυπήσουνε το παλάτι από το ιπποδρόμιο, αν κι ο Σενατόρος Οριγένης είτανε της ιδέας να παν και να πιάσουν άλλο παλάτι.

Πιστεύω ότι θα εύρης και συ όσα κ' εγώ, Απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Αλλά δεν ημπορώ να σε σηκώσω απ’ εδώ έως εκεί, διότι είσαι πολύ βαρύς. Αν αγαπάς, πήγαινε εις την γέφυραν, χώσου εις τον σάκκον και έρχομαι να σε κρημνίσω εις τον ποταμόν με μεγάλην ευχαρίστησιν. — Αν όμως δεν εύρω ζώα του νερού, θα σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. — Καλά, καλά· μη θυμώνης!

Τοιουτοτρόπως οι εν τω άρει καταφυγόντες Κερκυραίοι εξολοθρεύθηκαν υπό του δήμου, και η στάσις αύτη, αφού έλαβε τόσην μεγάλην έκτασιν, έλαβε τοιούτο τέλος, τουλάχιστον σχετικώς με τον πόλεμον τούτον και τωόντι δεν έμεινε πλέον τίποτε άξιον μνείας. Οι δε Αθηναίοι έπλευσαν εις την Σικελίαν, όπου εξ αρχής εσκόπευαν να μεταβούν, και ενωθέντες μετά των εκεί συμμάχων επολέμουν.

Εις εκείνους δε τους Σκύθας οίτινες εσύλησαν τον εν τη Ασκάλωνι ναόν, έρριψεν η θεά και εις αυτούς και εις τους απογόνους των γυναικείαν ασθένειαν. Οι Σκύθαι δεν κρύπτουσι την καταγωγήν της ασθενείας ταύτης, όσοι δε επισκέπτονται την χώραν των βλέπουσι τι πάσχουσιν οι εκεί καλούμενοι Εναρείς.

Εκεί που συλλογιούμουνα και γύρεβα, τόννοιωσα πια και φώναξα αμέσως· — «Δεν το διάβασαν το βιβλίο μουΔεν το διάβασαν και μιλούν. Κ' έτσι για όλα. Μιλούν και δε διαβάζουνε. Να διαβάζανε και να μιλούσαν κατόπι, δε θα κατάστρωνναν κάθε μέρα τόσες τρέλλες.

Αργά, πολύ αργά σχολάσαντες από την επίπονον εργασίαν των, είχαν καθήσει πλέον, κάτω εις την άμμον, παρά το κύμα, μεσάνυχτα σχεδόν, να δειπνήσουν, υπό το φως φαναρίου το οποίον απεκρέμασαν από τινος κονταρίου κάπου εκεί, δίπλα εις την αλιάδα των, η οποία πλυθείσα πλέον ήτο διπλαρωμένη εκεί, ένας ολογάλαζος γρύπος κατακαίνουργος.