United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ήτο ευκολώτερον να απολύσωσι τα θηρία παρά να τα διώξωσι από την κονίστραν. Ο Καίσαρ εν τούτοις εύρε, διά να καθαρίση τον στίβον, μέσον το οποίον ήτο συγχρόνως νέα διασκέδασις διά τον λαόν. Εις όλας τας παρόδους, μεταξύ των βάθρων, εφάνησαν με τόξα εις τας χείρας ομάδες αιθιόπων της Νουμηδίας με ενώτια και με πτερά εις τας κόμας.

Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα ο άψεγος μάντης είπε μου• «γυρεύεις την γλυκεία εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. 100 θα σ' εμποδίση ένας θεός• κακά θε να ξεφύγης του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει, αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του. πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα, αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, 105 και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης. το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία, κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει. και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, 110 τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη• αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος. με ξένο πλοίο, και θαυρήςτο σπίτι δυστυχίαις. 115 άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη• αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους. και αφού μέσατο σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις, είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, 120 έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου, όσο να φθάσηςτους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο• ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. 125 και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη•τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης, και ειπήτον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι, ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις• 130 κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη• και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, με την σειρά του καθενός• και θάνατος θα σ' εύρη έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι 135 μες τα λαμπρά γεράματα• και ωστόσ' ολόγυρά σου θα 'ναι μακάριος ο λαός• σου είπα την αλήθεια».

Διακριτικά αυτού σημεία είνε το μικρόν μάλλον ανάστημα, το λευκόν χρώμα, η μεταξίνη των πτερών απαλότης, η χάρις και η ευκινησία. Όταν εκούρνιαζαν κρύπτοντα την κεφαλήν των, ενόμιζε τις ότι βλέπει δυο βώλους χιόνος και τα ανορθωμένα πτερά των ωμοίαζον όταν έσειεν ο άνεμος νιφάδας.

Γνωρίζει ήδη ότι ο Θεός είνε ο Πατήρ Του, και του Θεού η χάρις καταλούει Αυτόν ηδέως ως το φως της ημέρας, ή ως η δρόσος του ουρανού, και καταλάμπει ως αδιόρατος φωτοστέφανος περί το παιδικόν και άγιον μέτωπόν του. Αόρατον με τας πτέρυγάς του τας αργυράς και με τα χρυσά πτερά του, το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εν είδει περιστεράς και ανέλαβεν υπό την προστασίαν του το θείον Τέκνον.

Εκ τούτων ογδοήκοντα χιλιάδες ήσαν οι Ιππόγυποι, είκοσι δε χιλιάδες οι ιππεύοντες λαχανόπτερα, τα οποία, επίσης είνε όρνεα τεράστια, αντί δε πτερών έχουν εις όλον το σώμα λάχανα, τα δε μακρά πτερά των πτερύγων των ομοιάζουν με φύλλα μαρουλιών. Μετά τούτους είχον ταχθή οι Κεγχροβόλοι και οι Σκορδομάχοι.

Υπέστην την ειμαρμένην μου άνευ κραυνής και στεναγμού. Την επομένην, το ανδρόγυνον εξήλθεν εις περίπατον επί ωραίας αμάξης, σχήματος φαέθωνος , με ένα άνθρωπον όπισθεν, αντιθέτως προς του δρόμου την φοράν καθήμενον, η δε Γυνή έφερεν επί της κεφαλής και του λαιμού τα πτερά μου. — Περίεργον, εσκέφθην· ουδέποτε θα επίστευον, ότι τα οπίσθιά μου είχον τόσον πολύτιμα πράγματα, διά κεφαλήν γυναικός.

Αλλά φθονερός της ευτυχίας του ο άγριος μαΐστρος, μετά λαίλαπος και χιονοστροβίλων εξαφθείς, τον ηνάγκασε να κλεισθή μέσα εις της τρεις Μπούκαις, οπού βράδυ-βράδυ ηγκυροβόλησεν η Σκίαθος σαν ένας αετός με μαδημένα τα πτερά του. Σκυλί μοναχό! Ύβριζε δάκνων τα χείλη του ο καπετάν-Φώκας, τρεις θάλασσαις συναντήσας παρά το Καβοδόρος.

Γνωρίζω ανθρώπους των οποίων την ακοήν γαργαλίζουν τόσον ευχαρίστως αι διαβολαί, όσον τα πτερά με τα οποία ξύουν τα ώτα των.

Όταν η ελπίς η γόησσα ψευσθή, η τρελλή και παίζουσα ως πεταλούδα ποικιλόπτερος, όταν χωνεύση, ως το ταξειδεύον πλοίον, αναρπαγείσα από τον ορμητικόν της απάτης άνεμον, τότε επέρχεται η απόγνωσις, άπτερος, ως πεταλούδα οπού έκαυσε τα πτερά της. Και η απόγνωσις επήλθεν εν τω οικίσκω της Θωμαής βιαία. Μαύρη και ατελείωτος, ως νυξ του χειμώνος.

Ήτον η Γυνή, ήτις είχε μαδήση τα πτερά μου! Ηθέλησα να φύγω έντρομος, αλλά το Φάσμα με συνεκράτησε και είπε: — Δεν είνε εκείνη, την οποίαν νομίζεις· αλλά δεν σημαίνει· και αυτή το ίδιον είνε. Η γυνή είνε παντού γυνή· πολλάκις μάλιστα και κάτι πλέον· ολιγώτερον όμως ουδέποτε.